Η ανεργία ήταν και τότε σε υψηλά επίπεδα και οι δουλειές λίγες και σκληρές. Ας λένε διάφοροι ότι έβρισκες εύκολα δουλειά, αρκεί να το ήθελες.
Οι παλιοί Αθηναίοι θα θυμούνται, την οδό Αθηνάς, που ήταν στέκι των κάθε λογής ανθρώπων που ψάχνανε για δουλειά και όχι μόνο.
Έφερνε ο καθένας το εργαλείο του και στηνόταν στο πεζοδρόμιο μην τυχόν και βρεθεί μεροκάματο να εξασφαλίσει τον άρτο τον επιούσιο.
Άλλος έπαιρνε τον γκασμά ή την τσάπα του, άλλος το μυστρί και το πηλοφόρι του και άλλος την μπατανόβουρτσα του ή οτιδήποτε άλλο διέθετε.
Εκτός όμως από εργαλεία σ' αυτούς εδώ έβρισκες και όλες τις αθλητικές εφημερίδες που κυκλοφορούσαν. Όλων των αποχρώσεων. Μπορεί να μην υπήρχαν λεφτά για τσιγάρο, για εφημερίδα όμως πάντα θα βρισκότανε.
Μιά μέρα, αξημέρωτα, βρέθηκα κι εγώ εκεί γυρεύοντας μιά οποιαδήποτε δουλειά, μιάς που ούτε μάστορας ήμουν, ούτε είχα και κάποιο εργαλείο για να δελεάσω το αφεντικό να με πάρει στη δούλεψη του.
Περίμενα αρκετά, αλλά τσάμπα κόπος.
Έφτασε η ώρα εννέα κι ο κάθε κατεργάρης στο πάγκο του.
Οι οικογενειάρχες που δε βρήκαν μεροκάματο, έριξαν μπατανόβουρτσες, σκεπάρνια, γκασμάδες στους ώμους και γραμμή πίσω γιά το σπιτικό τους.
Εμείς που δεν είχαμε στον ήλιο μοίρα, ούτε κάποιον να μας περιμένει, μείναμε και στήσαμε καυγά γιά το ποιός ήταν ο καλύτερος παίχτης. Ο Δομάζος, ο Δεληκάρης, ο Κούδας ή ο Παπαϊωάννου; όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στον πλανήτη ολόκληρο.
Ποιός Πελέ και κουραφέξαλα.
Όμως ο καυγάς, καυγάς και τα μισαδάκια, μισαδάκια. Όποιος είχε τσιγάρο, έδινε και στους υπόλοιπους.
Εγώ τράβηξα μόνο δυό τζούρες από το σέρτικο του Φάνη. Το μοιραστήκαμε τρεις κι ο Φάνης ένας, τέσσερις.
Μετά χαζέψαμε το Σαμψών, απέναντι στην πλατεία Κοτζιά, που του σπούσανε πέτρες και τσιμεντόλιθους πάνω στο κεφάλι με μιά βαριοπούλα, όποιοι από τους περαστικούς άντεχαν τις έντονες συγκινήσεις.
Η πλατεία εκείνη την εποχή δεν είχε καμιά σχέση με τη σημερινή της μορφή. Χωμάτινη γεμάτη λουλουδάδικα, που αργότερα μεταφέρθηκαν, άλλα στην πλ. Αγίας ειρήνης και άλλα στο πεζοδρόμιο μπροστά από τη Βουλή.
Αφού μπουχτίσαμε από θέαμα και μάλιστα τσάμπα γιατί δεν υπήρχε "σάλιο", ενώ ο ήρωας Σαμψών περίμενε να ζήσει από τη φιλευσπλαχνία του φιλοθεάμονος κοινού, πήραμε το δρόμο γιά το "σινέ Αρίων", που πρότεινε ο Ευτύχης και θα μου 'βαζε και το εισιτήριο γιατί ανάποδα να με κρέμαγες ούτε πενηνταράκι δε θα 'πεφτε απ' τις τσέπες μου.
Σινέ Αρίων. Καθημερινά δύο ταινίες.
Μία καράτε, "ΤΟ ΧΤΎΠΗΜΑ ΤΗΣ ΚΟΜΠΡΑΣ" όπως έγραφε με μεγάλα γράμματα η διαφημιστική πινακίδα στην άκρη του πεζοδρομίου
και μία αισθησιακή, "Στην αγκαλιά της Λίντας" όπως ενημέρωνε με μικρά γραμματάκια κάτω από τη φωτογραφία ενός ολοτσίτσιδου ζευγαριού, με αστεράκια πάνω στα επίμαχα σημεία, που κυνηγιότανε σε μιά ειδυλλιακή παραλία, γεμάτη από πανύψηλους φοίνικες.
Μπήκαμε.
Κατεβαίνοντας αρκετά σκαλοπάτια, εγώ, ο Φάνης, ο Ευτύχης κι άλλοι δυό από την ομήγυρη του πεζοδρομίου της Αθηνάς, βρεθήκαμε στην αίθουσα προβολής. Ξαφνιάστηκα από τα βογγητά που ακούγονταν, αλλά δεν έδωσα και μεγάλη σημασία γιατί ο Φάνης, που καλά τον είχα κόψει γιά εξπέρ σε κάτι τέτοια, μου είπε να το παίξω αδιάφορος, κλείνοντας μου το μάτι, όταν τον ρώτησα τί ήταν τούτοι οι αλαλαγμοί.
Εκείνη την ώρα προβαλλόταν κάτι σαν από καράτε.
Καθίσαμε όλοι στην ίδια σειρά καθισμάτων, λίγο πριν την τελευταία.
Η ταινία ήταν χιλιοκομμένη και χιλιομονταρισμένη μάλλον και έδειχνε άλλα αντ' άλλων.
Μιάς που δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τί ακριβώς βλέπαμε, ξεκίνησα να τους λέω ότι εγώ αυτή την ταινία πρέπει να την έχω ξαναδεί, στο κινηματογράφο Αύρα στο Ρέθυμνο και η ροή της δεν ήταν αυτή.
Έσκυψε ο Φάνης στο αυτί μου και μου εκμυστηρεύτηκε ότι δεν είχαμε μπει εδώ για την ταινία καράτε.
- και γιατί μπήκαμε τότε; του λέω.
- γιά την άλλη ταινία μπήκαμε, μου λέει.
- ποιά την αισθησιακή, του λέω
- ποιά αισθησιακή ρε, μου λέει.
- εγώ γιά αισθησιακή ταινία διάβασα, του λέω.
- α κατάλαβα, μου λέει.
- τί κατάλαβες, του λέω.
- πρωτάρης ε; μου λέει.
- όχι έχω ξαναπάει σε σινεμά, του λέω.
- ναι αλλά "αισθησιακή" ταινία δεν πρέπει να έχεις ξαναδεί, μου λέει.
- είχα πάει μιά φορά, στο Καρτάλειο στο Ρέθυμνο, αλλά δε με βάλανε μέσα γιατί δεν είχα κλείσει ακόμα τα 18, του λέω.
- κάτσε και θα δεις τώρα, μου λέει.
Πάνω που πήγα να τον ρωτήσω γιά το τί θα δω, ακούστηκε μια αγριοφωνάρα, κάπου πίσω από τον τοίχο της τελευταίας σειράς καθισμάτων - από μιά τρύπα μου φάνηκε ότι έμπαινε αυτή η φωνή - που φώναζε να σβήσει τη φωτιά αυτός που έκαιγε εφημερίδες μέσα στο σινεμά.
Έγινε ένας ψιλοχαμός στην αίθουσα και γύρισα κι εγώ το κεφάλι μου προς την κατεύθυνση που κοίταζαν οι μπροστινοί μας.
Δεν πολυκατάλαβα τί γινότανε μέχρι που μου το εξήγησε ο Φάνης
- πολλοί που δε βρίσκουν μεροκάματο, περνούν πρώτα από τη Βαρβάκειο και παίρνουν μιά ρέγγα, μιά φρατζόλα ψωμί και δυό "κουρτάκηδες", κατεβαίνουν εδώ στο σινεμά, ανάβουν μιά εφημερίδα, καψαλίζουν τη ρέγγα, την τρώνε μαζί με το ψωμί, πίνουν και τις δυο ρετσίνες, "απολαμβάνοντας" τις ταινίες, είτε μόνοι τους είτε με τη συντροφιά που βρίσκουν εδώ μέσα. Κατόπιν φεύγουν, γιά να επιστρέψουν πάλι το επόμενο πρωινό, στο πεζοδρόμιο της οδού Αθηνάς, ελπίζοντας να σταθούν πιό τυχεροί αυτή τη μέρα.
Να σας πω την αμαρτία μου, ψιλοφοβήθηκα μην καώ ζωντανός εκεί μέσα και σηκώθηκα κι έφυγα. Χωρίς να δω την αισθησιακή ταινία.
Έτσι δε μπόρεσα να θαυμάσω κι εγώ την πρωταγωνίστρια, τη Λίντα, γιά την οποία ο Μπάμπης, ο πέμπτος της παρέας, υπερηφανευόταν γιά το ταλέντο της, γιατί τη γνώριζε λέει και μάλιστα την είχε "περπατήσει" και είχαν πιεί και καφέ στο "Ρολόι", στο Λαύριο.