Μετρημένος, ξηγημένος, και τόσο βλαμμένος όσο είναι απαραίτητο για να προκύπτει κι έργο ξεχωριστό.Έκανε και πειράματα και λάθη πολλά,το έτσουζε κιόλας,είχε και τρία ονόματα και χίλιες μάσκες αληθινές.Τον ενδιέφερε πιο πολύ να είναι αληθινός από αγαπητός, Είχε και φίλους φίλους που τους αγαπούσε,όπως ο ακροβάτης αγαπά το σχοινί του.
Μ'έναν τρόπο φυσικό ήταν στο μυαλό μας ένα σύμβολο μιας μεταμεσονύχτιας Νέας Υόρκης που όλα για μια στιγμή είναι στην κόψη του ξυραφιού, αν και δεν μάθαμε ποτέ τι σημασία έχει η ώρα για μια πόλη που δεν κοιμάται ποτέ.
Πλησιάζουμε το φακό μας λίγο πιο κοντά, λίγο πιο μέσα μας.
Χαράματα η ώρα τρεις, ανοίγει μια πόρτα κι ένας τύπος με καπέλο, μπέρτα και μπότες, όλα σε φλογισμένο βαθυκόκκινο, γλυστράει στο δρόμο. Φοράει γυαλιά και κρατάει μια κιθάρα,σε βαθυκκόκινη θήκη κι αυτή. Μόνο τα μάτια του είναι κάρβουνα αναμμένα.
Όταν δυο μέρες αργότερα επιστρέφει, όλα πάνω του είναι φθαρμένα. Μια φθορά όμως που υποδηλώνει άγρια περιπέτεια σε μυστήριες στοές και σε απόκοσμες διαδρομές, με σκονισμένες ομάδες ανθρώπων.Όχι όμως όποιων κι όποιων.Μιλάμε γι'αυτούς που είναι η ενσάρκωση της τρυφερής παραδοξολογίας της λάμας, που η ποίηση γελάει στα χείλια τους και που το αίμα τους είναι μελανί όταν πέφτουν για ύπνο το πρωί.
Μας βλέπει να τον περιμένουμε στο παγωμένο πάρκο και αν και κουρασμένος, μας καλεί για καφέ στο έρημο μπαρ του απόλυτου.Με το που μπαίνουμε κάτι σιωπηλές νεράιδες ξεπροβάλλουν από το πουθενά φτερουγίζοντας. Μας σερβίρουν αχνιστό καφέ και ζεστά κρουασάν σοκολάτας και μας κερνούν από ένα ολόγλυκο πεταχτό φιλί. Αφού ζεστάθηκε λίγο το κοκκαλάκι μας, έπιασε τη γωνία του ο Λου και την κιθάρα του κι ένα βελούδο αυτοκρατορικό τύλιξε και ζέστανε την καρδιά μας, δίνοντας χρώμα στην κοινή μας μελαγχολία, παίρνοντας τον πόνο μας κι επιστρέφοντάς τον ημερομένο.Όλος ο τρόμος της μεγαλούπολης πέρασε για μια στιγμή από μπροστά μας,πόνος που έσταζε από την απελπισία του αχειραγώγητου.Μαύρου ή ξανθού,Έλληνα,Πορτορικανού ή Μεξικάνου,που παρόλο τα σκατά της ζωής τους,υποκλίνεται στη συγκίνηση που μελώνει την ψυχή του.Παρομοίως κι ο αλανιάρη Ρήντ.Που το ξέρεις με ρωτάς; Μα από τις μελωδίες του γλυκιά μου, που πιστές στο ραντεβού μας θα μας περιμένουν με ανοιχτές αγκάλες σε όλα τα αυριανά μας πάρτι. Ακόμα κι όταν αποχαιρετίσουμε τον κόσμο αυτό, αυτές θα είναι εκεί και θα μας αναστήσουν για λίγο.
Σε παρόμοιες ιστοριούλες τριγυρνούσε στο μυαλό μας ο Λου Ρήντ.
Να ζήσουνε και να τον θυμούνται όσοι χάρηκαν τα τραγούδια του.
Πατώντας εδώ θα σας εμφανιστούν 10 διάσημα τραγούδια του Λου Ρήντ, διαλεγμένα από τον Δ.Κανελλόπουλο και αναρτημένα στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 29-10-2013. Ελπίζουμε να τα φχαριστηθείτε.