Πολλά χρόνια πριν τσιμεντωθεί, πλακοστρωθεί και γίνει καθώς πρέπει πλατεία με παγκάκια και δέντρα και λουλούδια ήτανε γήινη. Ήταν το χώμα, η γη που εγκαρδίωνε τις συναντήσεις και τα παιχνίδια. Τις φωτιές της αποκριάς-η πιο λαμπερή ανάμνηση- και τα αλλόκοτα ντυσίματα με αυτοσχέδιες μουτσούνες για να μην αναγνωρίζονται οι ‘ντυμένοι’. Μια γιορτή αναρχική ﮲ αφαιρούσες την ταυτότητά σου, φορούσες άλλα ρούχα, ξεχνούσες τα πάντα, γιόρταζες.
Εκεί έβγαζες νερό με την τρόμπα, εκεί ερχόταν ο ψαράς, ο ψωμάς, ο έμπορος, ο φιστικάς. Και ο αρκουδιάρης εκεί σταματούσε να δώσει παράσταση με την τρανή αρκούδα με τις γαλάζιες χάντρες** ﮲καθόμουν παράμερα να δω κι όταν έφευγαν έκρυβα τα δακρυσμένα μάτια μου κοιτάζοντας τον ουρανό﮲ αν ήταν κόκκινος θα έχουμε αέρα. Εκεί συγκεντρώνονταν οι άντρες με το ξινάρι στο χέρι για την "προσωπική εργασία", εκεί γίνονταν και οι χοροί της χούντας.
Όλα ήταν ανοιχτά και κοινά εκεί στην πλατεία. Ένιωθες την ύπαρξη αξιών σταθερών τοποθετώντας τον εαυτό σου μέσα σε αυτό τον κύκλο. Ακουμπούσες και στήριζες και στηριζόσουν. Οι γνώσεις σου εκεί φύτρωναν μέσα στη γνωστή περιφέρειά του. Αν μεγάλωνε η περιφέρεια θα ένιωθες μικρός μπροστά στο άγνωστο. Εκεί οι μεγάλοι έπαιζαν ποδόσφαιρο κι εμείς παρακολουθούσαμε. Και ήταν αστείο να βλέπεις τον πατέρα σου να τρέχει με τη μπάλα-καμάρωνες ή ντρεπόσουν; Αλλες ώρες παίζαμε κι εμείς, κυρίως κρυφτό και κυνηγητό. Παίζαμε ξεχνώντας τους γονείς μας αλλά όχι για πολύ. Η αόρατη παρουσία τους μας συμμάζευε. Οι γονείς του καθενός ήταν οι καλύτεροι ενός κόσμου που είχε πλαστεί για τη δική μας χρήση και πρώτα από όλα για τα παιχνίδια μας. Γιατί δεν υπήρχαν εμπόδια να μας σταματήσουν ούτε αυτοκίνητα, που έπρεπε να προστατευτούν ούτε τζαμαρίες, που κινδύνευαν να ραγίσουν. Το ζητούμενο ήταν το παιχνίδι και τούτο είχε ένα νόημα τότε, όπως τα ονόματα και τα πράγματα. Το παιχνίδι γινόταν σωστά ﮲ η αίσθηση της ελευθερίας έβαζε φτερά στα πόδια μας και μάλλον ήταν μοναδικό το βίωμα, δεν επρόκειτο να επαναληφθεί στη ζωή μας.
Είχα διαβάσει δυο μεταφορές για τον γενέθλιο τόπο που γράφτηκαν μέσα μου ﮲ τόπος άυλος στο παλάτι του αυτοκράτορα εγκεφάλου και οι άνθρωποι μικρά χρυσόψαρα στη γυάλα του . Όμως η δική μου ανάμνηση έπλεκε ένα μεγάλο κι ανάλαφρο ψάθινο κλουβί. Ήταν η πλατεία μας, ήταν όλο το χωριό; Μάλλον. Είχε πορτάκι με εύκολο μάνταλο που ανοιγόκλεινε ακόμα και με ένα ελαφρό φύσημα του αέρα. Πουλιά-παιδιά μπαινόβγαιναν για να φάνε, να πιούνε, να λικνιστούνε σε αόρατες κούνιες, να τραγουδήσουν, να χορέψουν. Σε ένα κλουβί ελευθερίας ζούσαμε από όπου ελάχιστοι αποδράσανε οριστικά, βρίσκοντας ευκαιρία να γίνουν καλύτεροι, πολλοί έμειναν μέσα χωρίς να αντιληφθούν την πόρτα εξόδου κι αρκετοί μπαινοβγαίνουμε κατά βούληση. Εμείς φεύγοντας είχαμε σωριάσει τα πάντα κάτω από την ταμπέλα ΠΑΡΕΛΘΟΝ και νομίζαμε ότι είχαμε αδειάσει από αυτό που ήταν ο εαυτός μας κάποτε. Ξαναγυρίσαμε για να δοκιμάσουμε τη μνήμη μας πριν καταλήξουμε να ρωτάμε : μήπως ξέρετε πού είναι ο δρόμος για τα μνήματα;
Μπορεί να αλλάζει η τύχη, η ζωή αλλά από σημάδια κρατιόμαστε από δρόμους, σπίτια, δέντρα- τοπία που ζήσαμε- και από ανθρώπους ﮲κρατάμε σφιχτά όσα αγαπάμε.
Το διήγημα αυτό περιλαμβάνεται στο βιβλίο της Ελένης Ε.Νανοπούλου "Το χωριό μου", εκδόσεις εύμαρος.