Κόλλαγε πάνω μας η πίσσα, η σκόνη, "η μαύρη κόλλα του καπνού, φαρμακερό βοτάνι" τύλιγε ρούχα, παλάμες, δάχτυλα, μυαλά κι αστράφτανε πικρές στα χέρια ακονισμένες οι βελόνες, δίκοπα λεπτά μαχαίρια, κοφτερά, καρφώναν τα κοτσάνια μπρος πίσω εναλλάξ ομορφοπερασμένα, τακτικά, γέμιζαν κι άδειαζαν αδιάκοπα, συρτά με μαστοριά στους λιναρένιους σπάγγους.
Έδενα γκλίτσες με θηλιά στις άκρες τους κι έβγαινα κάθε τόσο στον ήλιο φορτωμένος με χλωρές αρμάθες να τις πάω για άπλωμα, μετρούσα βήματα μέχρι τη ‘λιάστρα, ξυπόλυτος, στο πεφρυγμένο χώμα έπαιρναν οι πατούσες μου φωτιά, χαλίκια, αγκάθια και τριβόλια από κάτω, τίποτα δεν χαμπάριαζα, έψαχνα καν’να σκονισμένο χορταράκι μόνο να πατήσω κάπου πιο δροσερά κι όλα έπρεπε να γίνουν γρήγορα, να μη χασομεράμε, δεν τα προφταίναμε, τα ωρίμαζε όλα το 'λιοπύρι ασταμάτητα.
Αλλά ήταν κάποια μεσημέρια που ξέκλεβα μικρές στιγμές και ξάπλωνα παράμερα κάτω απ' τις 'λιάστρες, καταγής, ανάμεσα σ’ αρμάθες κρεμασμένες πράσινες, χλωρές και χορταράκια φυλαγμένα φρέσκα στη σκιά, γλύτωνε ένα επίγειο αεράκι εκειδά κι είχε ανέλπιστη δροσιά, μου 'μειν’ αξέχαστη εκείνη η ανάσα, η αγαπημένη μυρουδιά, μπλεγμένα όλα μαζί και το καθένα χωριστά, καπνά, καλάμια, κυπαρίσσια, κεδροπάλουκα, σύρματα, σίδερα, σκουριά, σκοινιά, λερά καπνόπανα, χώμα και χλωρασιά, δώρο ανεκτίμητο στην αποπνικτική πληθώρα του καύσωνα. Χάρισμα ισάξιο της δροσιάς που ανέβαινε στο ιδρωμένο μας κορμί με το που κύλαε το νερό στ' αυλάκια και βούλιαζαν γυμνά τα πόδια μας στη μαλακιά τη λάσπη ως τα σφυρά όταν ποτίζαμε κατάκοποι ήδη τα καυτά απογεύματα ή εκείνης της νυχτερινής ανάτασης των τριζονιών που συνοδεύαν τις αστροφεγγιές όσες φορές μας κράταγε η δουλειά ως αργά με κλεφτοφάναρα στα σκοτεινά -δεν είχαμε ηλεκτισμό ούτε φώτα στα χωράφια- κι αποσταμένοι πέφταμε ανάσκελα μετά, έξω στις κουρελούδες, λίγο πριν μας κοιμίσει αμαχητί η κούραση της μέρας, βλέποντας πάνω μας, όσο αντέχανε τα μάτια ακόμα ανοιχτά, αναστημένο τ’ άπειρο στερέωμα λαμπρό, να μας κοιτά.