Δευτέρα, 05 Ιουνίου 2023 18:45

Χρήστος Οικονόμου: «Η αγάπη δεν είναι συναίσθημα. Είναι πράξη»

Επιλέγουσα ή Συντάκτρια 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

xristos-oikonomouΜικέλα Χαρτουλάρη. Είναι από τους συγγραφείς που προσπαθούν να ανοίξουν ένα ρήγμα στα πράγματα. Γι’ αυτό ο Χρήστος Οικονόμου στήνει αυτί ν’ ακούσει πού χτυπά η καρδιά της κοινωνίας. Το έκανε το 2010 με τα διηγήματα στο «Κάτι θα γίνει θα δεις» και μίλησε πρώτος για την υπαρξιακή διάσταση της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Το κάνει και τώρα με το «Πες της», ένα βιβλίο «on the road», αφού… «πώς θα βρεις τον δρόμο αν δεν γίνεις δρόμος;»

Ολες και όλοι μας πρωταγωνιστούμε στο «Πες της» (εκδ. Πόλις), το πέμπτο βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου, μια καταιγιστική εναλλαγή μίνι ιστοριών που τις αφηγείται μια κούριερ ενώ οργώνει την πρωτεύουσα και την περιφέρεια από το 2015 μέχρι σήμερα. Είναι ένα καθηλωτικό πορτρέτο ετούτης της χώρας σαν σε σπασμένο καθρέφτη, όπου φέτες από τη ζωή ανθρώπων πολύ διαφορετικών μεταξύ τους αστράφτουν σαν μια άναρχη σειρά από φλασιές, που κινητοποιούν όλες τις αισθήσεις και το μυαλό μας, έξω από τα όποια καλούπια του.

Εδώ ωμό, εκεί τρυφερό, αστείο, συγκινητικό, «πυροβολημένο», αλλόκοτο ή τραγικό, το βιβλίο είναι πυκνό, σύντομο, και ουσιαστικά πολιτικό. Η ακούραστη κούριερ μεταφέρει εικόνες, λόγια, συναισθήματα, χειρονομίες, στάσεις ζωής, ανάκατες με κάποιες σκόρπιες σκέψεις που αμφισβητούν και υπονομεύουν την κυρίαρχη λογική, ενόσω κουβαλούν μια σοφία απελευθερωτική που δεν συμμορφώνεται. Είναι σκέψεις αναστοχαστικές σε μικρές δόσεις, δικές της αλλά συχνότερα του «τρελοκαπελά στη Φιλοκτήτου»… που ίσως να είναι το προσωπείο του συγγραφέα. Λέει λ.χ. ο «τρελοκαπελάς» κάτι που ίσως θα άξιζε να ακούσουν οι νικητές των εκλογών της 21ης Μαΐου. «Θέλουμε να είμαστε ασφαλείς και ελεύθεροι, αλλά είμαστε αυτό που είμαστε επειδή δεν είμαστε τίποτα απ’ τα δύο, κι αν το κακό είναι ελευθερία, το καλό τι είναι, δουλεία, υποταγή, σε ποιόν, σε τι;»

Το 2017 με τα διηγήματα στις «Κόρες του Ηφαιστείου» (Πόλις), ο Οικονόμου πρότεινε ένα αντίβαρο στην εθνική ψύχωση της «θυματοποίησης». Σήμερα, με το πέμπτο βιβλίο του, φέρνει την ελληνική κοινωνία αντιμέτωπη με την πρόκληση του ίδιου της του εξανθρωπισμού. Μεγαλωμένος στη Νίκαια, με θητεία ως πολιτικός σχολιαστής στο «Εθνος» και πλέον ως μεταφραστής, βραβευμένος στην Ελλάδα, στη Γαλλία και δύο φορές στις ΗΠΑ όπου έκανε και περιοδεία στα αμερικανικά πανεπιστήμια, μεταφρασμένος σε 17 γλώσσες, ο Οικονόμου συνεχίζει να κρατιέται μακριά από τη δημοσιότητα. Αλλά για να ριζώσει βαθύτερα στην πραγματικότητα και να προκαλέσει την αλλαγή της από μέσα.

• Με τη φωνή μιας κούριερ. Γιατί; Μιας κούριερ που δεν αυτοπαρουσιάζεται ως «ταχυμεταφορέας» και κοροϊδεύει το «κουριερού» ή το «κουριερίνα»…

«Είδα ένα πλάσμα, όχι μια σκιά. Με το να γράφεις βγαίνεις απ’ τον εαυτό σου, γίνεσαι ένα με αυτό που γράφεις. Πρέπει εγώ να τους “δω” τους χαρακτήρες μου. Δεν με συγκινεί να φτιάξω μικρούς Οικονόμου. Είδα το πρόσωπο, την άκουσα. Προσπάθησα να πιάσω την αέναη κίνησή της -όλη της η υπόσταση είναι σε κίνηση- και να ταιριάξω την ιστορία της με την ανάσα της. Η κούριερ μεταφέρει όλα τα εφήμερα, και ταυτόχρονα μεταφέρει ιστορίες, δηλαδή κάτι που υπερβαίνει τον χρόνο, κάτι που θα μείνει. Αυτό ήταν για μένα η σπίθα που άναψε την ιστορία μου. Αλλά η δουλειά μου δεν τελειώνει στο να πω την ιστορία…»

• Δεν μαθαίνουμε το όνομα της κούριερ. Λειτουργεί σαν συλλογικό υποκείμενο, μια συλλογική συνείδηση εν κινήσει…

«…Σαν να έχει διαχυθεί στο όλον. Ηταν μια πολύ μεγάλη πρόκληση για μένα, ένα συλλογικό υποκείμενο να του δώσω πρόσωπο, μια υπόσταση. Ο εαυτός όλων μας που δεν μπορούμε να τον δούμε… Υπάρχουν πολλά που δεν λέγονται στο “Πες της”, αρκετή σιωπή, πολλά αποσιωπητικά. Μέσα σ’ αυτόν τον άνθρωπο χτυπάει η καρδιά όλου του κόσμου, το πένθος, η τρέλα, η μελαγχολία, η γλύκα που βρίσκεις σε κάτι περαστικό. Η κούριερ γίνεται ένα σφουγγάρι πόνου, κι όμως δεν πέφτει κάτω. Αυτό με συγκίνησε. Διότι πόσο ξένο πόνο μπορεί να αντέξει κάποιος; “Να φτιάξουμε ένα καινούργιο δωμάτιο για τον πόνο”, λέει η φωνή του “τρελοκαπελά στη Φιλοκτήτου” που τριγυρίζει συχνά στο κεφάλι της. Θέλησα να την καταλάβω, να δω με τι αστράφτει το μάτι της, έτσι δουλεύω εγώ. Και με έπεισε. Με έπεισε επειδή δεν μιλά για τον εαυτό της. Αισθάνθηκα ότι ταιριάζουν τα χνότα μας. Το να κρύβεις τον εαυτό σου, αυτή είναι για μένα η πραγματική λογοτεχνική πρόκληση. Βάζει λοιπόν η κούριερ στην άκρη τον δικό της πόνο, για να κάνει χώρο για τον πόνο του άλλου. Στην αρχή μού φάνηκε αλλόκοτο, όμως είναι θαυμαστό. Εχει μια αναστάσιμη χροιά αλλά δεν είναι μεσσιανικό. Εχει έναν λυτρωτικό χαρακτήρα κάθαρσης».

• Πλήθος πολιτικοί πάντως, ούτε που σκέφτονται να μπουν στη θέση των άλλων, να καταλάβουν τα προβλήματά τους. Και έρχεται στην Ελλάδα ο σπουδαίος Αμερικανός βιβλιοκριτικός Τζέιμς Γουντ, και θέτει το ερώτημα: «Υπάρχουμε άραγε πραγματικά, όταν αρνούμαστε να σχετιστούμε με οποιονδήποτε;»

«Το να βγεις από τον εαυτό σου και να μπεις στη θέση του άλλου είναι μια πολιτική πράξη που απευθύνεται στη συνείδηση των ανθρώπων. Αυτό είναι που μετέτρεψαν σε λέξεις οι αρχαίοι Ελληνες όταν έκαναν αναπόσπαστο μέρος της ζωής της “πόλεως” την τραγωδία, μια “μίμηση πράξεων”. Θα ήταν όμως εύκολο να περιοριστούμε στον χώρο των πολιτικών. Και εδώ συμφωνώ με τον Τζέιμς Γουντ, που τον διαβάζω από παλιά. Διότι κι όταν γίνεται σε προσωπικό επίπεδο, πάλι πρόκειται για πολιτική πράξη. Πώς να δημιουργήσεις μια οποιαδήποτε σχέση όταν είσαι περιχαρακωμένος στον εαυτό σου; Και φυσικά, το να βρεθείς στη θέση του άλλου είναι από τους σημαντικότερους στόχους που μπορεί να έχει η τέχνη. Για να γράψεις χρειάζεται να βγεις από τον εαυτό σου και να επιστρέψεις. Η μετάβαση είναι πολιτική στάση. Μ’ αυτή την έννοια, ό,τι γράφω έχει πολιτική χροιά».

• «Πες της σ’ αγαπάω πολύ και δεν θα το ξανακάνω». Αυτή η φράση επανέρχεται στην αφήγηση σαν επωδός σε βυζαντινό ύμνο, σαν ρεφρέν σε ροκ τραγούδι, σαν ηλεκτρική εκκένωση. Ή μήπως σαν επίκληση σε ένα ξεχασμένο συναίσθημα;

«Η αγάπη όπως τη σκέφτομαι, δεν είναι συναίσθημα. Είναι πράξη. Δεν έχει μια βουδιστική διάσταση. Η κούριερ δεν έχει ακούσει από την αρχή αυτή τη φράση. Τη λέει ένα κοριτσάκι που θα το συναντήσει στο τέλος των διαδρομών της, αλλά η φράση έχει καρφωθεί μέσα της και θα επανέρχεται στην καθημερινότητά της. Κάτι που παραπέμπει και στο συλλογικό υποσυνείδητο που δεν έχει ξεκάθαρο περίγραμμα, αλλά το κυνηγάς μέχρι να το προσδιορίσεις. Η κούριερ προσπαθεί να κρατήσει απόσταση από όλα αυτά. Συνυπάρχει με όλα χωρίς να αφομοιώνεται. Δεν χάνει την προσωπικότητά της. Μέχρι που έρχεται αντιμέτωπη με ένα δίλημμα: θα κουβαλήσει τις στάχτες ενός 27χρονου κοριτσιού στη μάνα του ή όχι; Θα της πει τη φράση ή όχι; Τελικά, σημασία έχει τι κάνεις την κρίσιμη στιγμή».

• Ας μιλήσουμε για το συγγραφικό μυστικό σας. Είναι η πρώτη φορά που ένα βιβλίο σας λειτουργεί με τη βαθιά ανάσα μιας νουβέλας και όχι με την κοφτή ανάσα των διηγημάτων σας

«Είναι ξεκάθαρο ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να κάνω το “Κάτι θα γίνει, θα δεις Νο 2”, διότι σε κάθε βιβλίο προσπαθώ να διευρύνω το βλέμμα μου. Θέλω αυτά που γράφω να στηρίζονται πάντοτε, έστω και με ένα πόδι, σ’ αυτό που ονομάζεται ζώσα πραγματικότητα. Να έχουν ένα χρώμα, μια μυρωδιά, μια εξωστρέφεια προς την ελληνική κοινωνία. Ομως σε ό,τι γράφω υπάρχει πάντοτε και ένα τρέμουλο στη φωνή, μια αβεβαιότητα, ένα “ίσως” που σου αφήνει χώρο όταν διαβάζεις να κάνεις τα δικά σου: να σου δημιουργηθεί μια άλλη σκέψη, ένα συναίσθημα, ένα βίωμα… Εναπόκειται στο δικό σου βλέμμα το εάν θα μείνεις στο προφανές, στο επιφανειακό, στο ευδιάκριτο, στο εύκολο να ειπωθεί, ή εάν θα “δεις” κάτι που δεν έχεις ξαναδεί. Με άλλα λόγια, δεν με ενδιαφέρει να γράφω μόνο γι’ αυτά που βλέπω. Με ενδιαφέρει να δημιουργήσω και αυτά που θα ήθελα να δω».

• «Τα αόρατα πράγματα δεν είναι ανύπαρκτα πράγματα. Γιατί τα ανύπαρκτα πράγματα να είναι λιγότερο σημαντικά απ’ αυτά που υπάρχουν;» Το λέει η αφηγήτρια συζητώντας με τη φιλενάδα της, τη Λένα την κομμώτρια. Ωστόσο αυτή η προσέγγιση, το «ίσως», έχει ρίσκο για έναν συγγραφέα. Ιδίως σε μια εποχή όπου η αυτομυθοπλασία δοξάζεται στην πεζογραφία και η λογοτεχνία-ντοκουμέντο κάνει σοβαρή αντιπολίτευση.

«Πρέπει να παίρνεις το ρίσκο να μιλάς όχι μόνο για το τώρα και το χτες, αλλά και για τους αγέννητους. Ο συγγραφέας, όπως εγώ τον αντιλαμβάνομαι, δεν είναι ένας παρατηρητής, δεν είναι ένας σχολιαστής της πραγματικότητας, αλλά καλείται να δημιουργήσει κάτι από αυτό που είναι αθέατο. Το να γράψει μόνο γι’ αυτά που βλέπει δεν με αφορά. Με ενδιαφέρει να μπορέσει να ανοίξει ένα ρήγμα στα πράγματα που έχουν μείνει στατικά. Αυτό δεν μπορεί να το κάνει εάν δεν στήσει αυτί ν’ ακούσει πού χτυπά η καρδιά του κόσμου. Αλλο η αυτονομία της τέχνης και άλλο η αυτάρκειά της. Η τέχνη δεν μπορεί να είναι κάτι που έχει να κάνει μόνο με τον εαυτό του. Ομως πώς θα ακούσεις τις άλλες φωνές εάν όλο σου το είναι αντιλαλεί από την ηχώ της δικής σου φωνής; Η σιωπή λοιπόν δεν είναι πάντα αδυναμία. Είναι και προετοιμασία. Πρέπει πρώτα να ακούσεις, για να προχωρήσεις στο επόμενο βήμα. Δεν είσαι μόνο ο σεισμογράφος ή ο σεισμολόγος της εποχής σου. Κάποια στιγμή πρέπει να γίνεις ο σεισμός».

• Αρα δεν αρκεί ο συγγραφέας, σαν άλλος «κλειδαράς», να ξεκλειδώνει τον κόσμο για εμάς; Η κούριερ θυμάται έναν κλειδαρά («δεν έχω δει ποτέ κλειδαρού») που είπε ότι οι ιστορίες αφορούν πάντα κάποιον άλλο και αν πάψουμε να πιστεύουμε στις ιστορίες παύουμε να πιστεύουμε στον άλλο…

«Ο ρόλος του κλειδαρά είναι κρίσιμος. Ο κλειδαράς χρειάζεται για να σου ανοίξει την πόρτα αλλά και για να δεις κάτι πίσω της. Ο συγγραφέας δεν σου στήνει παγίδα σαν αντίπαλος. Είναι συνοδοιπόρος σου. Αν κοιτάζει από ψηλά το αναγνωστικό κοινό, τότε το χειραγωγεί. Αν το κοιτάζει από χαμηλά, το κολακεύει. “Καμιά φορά μ’ αρέσει να κοιτάω τον κόσμο στα μάτια. Στα ίσια”, λέει η κούριερ. Πράγματι, κοιτάζοντας κάθε αναγνώστη, κάθε αναγνώστρια, στα μάτια, τους κάνεις μετόχους σε ό,τι βλέπεις, δεν εκβιάζεις το συναίσθημά τους. Αυτή τη φορά όμως, γίνεται και κάτι διαφορετικό αφού η κούριερ δεν λέει μια ιστορία που πηγαίνει από το Α στο Β και από εκεί στο Γ, στο Δ κ.ο.κ. Αφηγείται επιδέξια κομμάτια από ιστορίες, και σου τα δίνει λέγοντας: “τώρα, συναρμολόγησέ τα εσύ σε μια ιστορία”».

• Διαβάζοντας πάντως το «Πες της» δεν προκύπτει ένα ψηφιδωτό όπου τηρούνται ίσες αποστάσεις. Ούτε έχουμε την αίσθηση μιας «αντικειμενικής» αποτύπωσης της ελληνικής κοινωνίας, παρότι το πνεύμα του βιβλίου είναι σαφώς συμπεριληπτικό.

«Δεν μπορώ να έχω αντικειμενική ματιά γιατί δεν υπάρχουν αντικειμενικοί άνθρωποι. Αντικειμενικές είναι οι μηχανές. Ούτε με ενδιαφέρει να επιχειρηματολογώ διότι αυτό δεν είναι λογοτεχνία, είναι ρητορεία. Εχει σημασία να λειτουργώ σαν πλάσμα με υπόσταση, το ίδιο και η κούριερ. Δεν είναι φερέφωνο η κούριερ, έχει τη δική της φωνή. Επρεπε λοιπόν να πάρω αυτό το ρίσκο. Αλλά δεν παίρνει ρίσκο μονάχα εκείνος που γράφει. Πρέπει να πάρεις ρίσκα κι εσύ που διαβάζεις, κι ας μην είσαι γυναίκα, κι ας μην έχεις κουβαλήσει τις στάχτες ενός κοριτσιού σ’ ένα σπίτι χωμένο στα χιόνια… Εδώ έχουμε την “εμπλοκή του αναγνώστη”. Αυτή είναι μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της τέχνης. Το να βγεις από τον εαυτό σου, το είπαμε, έχει ρίσκο, χρειάζεται να διακινδυνεύσεις. Αντίστοιχα κι εγώ χρειάζομαι να τον νιώσω τον κόσμο. Αν δεν πονέσεις, πώς θα γράψεις γι’ αυτόν που πονάει; Πολλοί προτιμούν να φτιάχνουν τη φούσκα τους και να περιμένουν από τους άλλους να κάνουν το πρώτο βήμα. Η τυποποιημένη τέχνη αυτού του είδους δεν με ενδιαφέρει. Είναι μια τέχνη έτοιμη προς κατανάλωση.

»Στο “Πες της” έχεις μια σπασμένη εικόνα και πρέπει να τη συναρμολογήσεις. Υπάρχουν πράγματα που μέχρι ενός σημείου μπορείς να τα πεις με λέξεις. Τα κομμάτια που λείπουν πρέπει να τα φανταστείς. Αυτό αφορά και τη ζωή και την πολιτική. Αν θέλεις να αλλάξεις κάτι, πρέπει να βγεις από το βήμα σημειωτόν και να πας ένα βήμα παραπέρα».

Πηγή:  efsyn.gr/nisides  

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 14 Ιουνίου 2023 16:46

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση