Στον νου μου ολάνθιστη η μηλιά κι ας μπήκε ο Μάης σκυθρωπός με συννεφιά,
δεν έχει αναπαυμό η ζωή, αλλάζουν οι καιροί,
βλέπω μπουμπούκια μηλαράκια και φύλλα πράσινα, χλωρά, όλα έτοιμα να ζήσουν,
να γίνουν ότι γίνουν, ν’ αλλάξουν, να ωριμάσουν, να καρπίσουν.
και
Βγήκα να περπατήσω αργά, ήσυχη νύχτα, σκοτεινή, στα βράχια,
πλάι στη θάλασσα,
το εδώ, το τώρα, το μετά και το κοντά και το μακριά
χρυσίζανε λαμπρά σκοτάδια φωτισμένα,
πάθη ανήμερα.
και
Βραδιάζει όμορφα, αργεί πια η μέρα, μπλέκουν τα φώτα, πέφτει ο ήλιος, ανάβει η πόλη, κοιτώ απ’ το μέσα που σκοτεινιάζει κρυφές σκιές, άπραγος σήμερα, ακινητώ -τι ωραίο προνόμιο έστω για λίγο που είναι κι αυτό!- κίνηση έξω κι οι θόρυβοί της, χτυπούν τακούνια, σέρνονται βήματα, βρυχώνται οχήματα και μηχανές, τρίζουν μεγάφωνα και εξατμίσεις, ανάμεσά τους μικρά κενά, γρήγορα έρχονται, γρήγορα φεύγουν, όλα τους πρόσκαιρα, περαστικά, τα κρυφοβλέπω, τα κρυφακούω, φωνούλες, λόγια και συζητήσεις, γλύκες, βρισιές, σιωπές, αισθήματα και συγκινήσεις, ιδέες, απόψεις, προοπτικές, όλα σπαράγματα, όλ’ αποσπάσματα, όλα λειψά, τίποτα ολόκληρο… άπειρο κι άσκεφτο το όντως ον, μόνον ο χρόνος μένει ακατάβλητος κι ο σύμπας κόσμος ο ακατάληπτος αιωνίως παρών.