Πέμπτη, 25 Μαΐου 2023 00:02
Σύλβια Λιούλιου: Μάτια ερμητικά κλειστά
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης Ιγνατιάδης
Απέραντος τόπος με παπαρούνες, κατακόκκινος λειμώνας. Όταν είσαι μικρό παιδάκι οι παπαρούνες είναι πολύ κοντά στο πρόσωπό σου, οι παπαρούνες είναι γύρω σου. Ξαπλώνω ανάμεσα στις παπαρούνες, τρέχω ανάμεσά τους –δεν τις πατώ. Να πατάς παπαρούνες και να πατάς χαμομήλια είναι κάτι των μεγάλων-
«Όταν βλέπετε να κλαίω, κάπου μέσα μου πονεί, πληγωμένο αηδονά-ακι...» είναι η φωνή του Καζαντζίδη και είναι και τα τζιτζίκια –ττττττ τέττιγες- και είναι ζέστη του Αυγούστου.
Στο τιμόνι ο πατέρας μου, συνοδηγός η μητέρα μου. Κατεβασμένα παράθυρα, χωρίς ζώνες. Η αδελφή μου –το όνομα της γιαγιάς Αναστασίας- κάθεται πίσω από τον πατέρα μου. Η θέση μου είναι δεξιά, είναι πάντα η ίδια. Καφέ καθίσματα, βελουτέ, ζεσταίνουν πιο πολύ τα γυμνά μπουτάκια. Κατεβαίνουμε όλο το χωματόδρομο ως το Μπουρνιά. Ο πατέρας μου σκάβει στο ψιλό βότσαλο, βυθίζει μέσα το καρπούζι-
Τρέχει το νερό, κρύο νερό, στη βρύση τ’ Άη Γιώργη, κάτω από το σπίτι της κυρίας Συραΐνας: «Ναντιούλα στάσουυυυ!», τρέχω από πίσω στο καλντερίμι, δεν προφταίνω, κόκκινα τσοκαράκια, λάχα-λάχα-
Άγιος Νικήτας. Είμαι στο «Μπλε» και είμαι δώδεκα, όλοι είναι μεγάλοι. Φοράω θαλασσί κορμάκι με φαρδύ ραντάκι. Φοράω τα πρώτα μου γυαλιά, έχω ωραία μαλλιά, είναι μακριά και κάνουν σκάλες και έχω και γυαλιά. Οι φίλοι μου είναι ο Χρήστος και ο Δήμος. Κολυμπώντας ως το Μύλο: μεγάλη απόσταση, μικρή κολυμβήτρια, ο Χρήστος με παίρνει στην πλάτη του. Δεν είναι οι φιλίες παντοτινές-
Πρώτη επίσκεψη του Γκότσεφ στην Επίδαυρο –ποια φορά είναι αυτή που είμαι εκεί; Κουβαλάει μια σακκούλα μαζί του, βγάζει ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και χύνει κρασί στην ορχήστρα -για τους ηθοποιούς που δε ζουν πια, που πάτησαν εκεί. Κάνει χοές ο άνθρωπος. Δεν είναι αρχαίος. Καταλαβαίνω τέλεια τα Γερμανικά του: das Schweigen des Theaters-
«Έρωτα ανίκητε στη μάχη» -το χορικό του Έρωτα και είναι η μετάφραση του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου. Τα σώματα των ηθοποιών οριζόντια, ανάμεσα στα στάχυα. Στέρνα που τα διαστέλλει η ανάσα τους. Οι ανάσες των ηθοποιών είναι μεγάλες, όπως οι στεναγμοί: Αχ!-
«Χαιρετώ τις πρωινές ομορφιές του –του Κόσμου» -τελευταίες λέξεις στην παράσταση του Αίαντα. Δεν ανήκουν, όμως, στο κείμενο. Τις είπε κάποιος πριν πεθάνει. Τον χαιρετάμε από το Μικρό Θέατρο -το «λαλούν». Δεν περιμένω να γυρίσεις, είναι ΟΚ-
Παναγιά Πουλάτη-
«και είσαι
σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από πού να κοιτάξεις πρώτα,
γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά και το τιτίβισμα των πουλιών
θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο
θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φως της μέρας
πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.»
«Γράφε: Αβολάδες, Κορακάκι, Μήτσουνας, Φωνιάς –από τη φωνή!» -Είναι στο τηλέφωνο ο Ζήσιμος Λορεντζάτος. Το σπίτι έχει παντζούρια στο χρώμα της μουστάρδας. Όπως το πατρικό σπίτι στη Θεσσαλονίκη. Παράθυρα στο χρώμα της μουστάρδας σε Κυκλαδίτικο νησί. Έστω αυτά να σώθηκαν;-
Κατεβαίνω με το πεντακοσαράκι ως κάτω κάτω την παραλία. Μικρό αυτοκίνητο, αλλά τα καταφέρνει στον χωματόδρομο, τα καταφέρνει στην κατηφόρα, τα καταφέρνει και στον ανήφορο. Είναι ζέστη και είναι Αύγουστος και είναι τζιτζίκια. Κλείνω τα μάτια και αναρωτιέμαι: θάρθεις; Στην Εύβοια όλα στάχτη –όχι, όλα καλά στην Οκτωνιά. «Κι αν έρθεις κι αν δεν έρθεις εγώ θα σ’ αγαπώ.» Στην άμμο -άμμο δεν είδα στη Φολέγανδρο- ένα λιοντάρι κινείται μαλακά, ήσυχα, θανάσιμη απειλή: μου τρώει το κεφάλι. Κανείς δεν πέθανε από έρωτα. Ψέματα-
Στα κενά αυτού του ονείρου, τι συνέβη;
Η Σύλβια Λιούλιου είναι Σκηνοθέτις. Είναι Υπεύθυνη Προγραμματισμού και Παραγωγής στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ).
Κατηγορία
Άρθρα άλλων που μας άρεσαν

Λάκης Ιγνατιάδης
Ραβδοσκοπία ατζαμή