Πέμπτη, 09 Μαρτίου 2023 18:16

...όλα γι'αυτό είχαν ψυχή / και οι ψυχές ήταν όλες ένα

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(2 ψήφοι)

Σαν ήταν το παιδί παιδί, wings4
περπάταγε και κούναγε τα χέρια,
ήθελε να'ταν το ρυάκι ποταμός,
ο ποταμός να'τανε χείμαρρος,
και τα λασπόνερα αυτά να 'ταν η θάλασσα.
 

Σαν ήταν το παιδί παιδί,
δεν ήξερε πως είν' παιδί,
όλα γι' αυτό είχαν ψυχή,
και οι ψυχές ήτανε όλες ένα.

                                                                                       

Σαν ήταν το παιδί παιδί,
για τίποτε δεν είχε γνώμη,
συνήθειες δεν είχε,
συχνά καθόταν σταυροπόδι,
κι άρχιζε ξαφνικά να τρέχει,
είχε τσουλούφι στα μαλλιά
κι όταν το φωτογράφιζαν δεν έκανε φατσούλες.
 

Σαν ήταν το παιδί παιδί,
γι' αυτές τις ερωτήσεις ήταν η ώρα:
Γιατί είμαι εγώ εγώ και όχι εσύ;
Γιατί είμαι εγώ εδώ και όχι εκεί;
O χρόνος πότε άρχισε κι ο χώρος πού τελειώνει;
Mήπως δεν είναι παρά όνειρο η ζωή κάτω απ' τον ήλιο;
Mήπως αυτά που βλέπω, ακούω κι οσμίζομαι
δεν είναι παρά το είδωλο ενός κόσμου πριν τον κόσμο;
Στ' αλήθεια υπάρχει το κακό, και άνθρωποι
που είναι πραγματικά κακοί;
Πώς γίνεται εγώ, αυτό που είμαι εγώ,
να μην υπάρχω πριν να υπάρξω,
και κάποτε εγώ, αυτό που είμαι εγώ,
αυτό που ήμουν να μην είμαι πια;
 

Σαν ήταν το παιδί παιδί
σπανάκι κι αρακάς και το βραστό το κουνουπίδι
του στέκαν στο λαιμό
και τώρα όλα αυτά τα τρώει, κι όχι μονάχα στην ανάγκη.
 

Σαν ήταν το παιδί παιδί,
ξύπνησε μιά φορά σ' ένα κρεβάτι ξένο
και τώρα όλο έτσι γίνεται,
πολλοί του φαίνονταν τότε όμορφοι
και τώρα μόνο λίγοι, κατά τύχη,
έβλεπε καθαρά έναν παράδεισο
και τώρα το πολύ να τον φαντάζεται,
το Tίποτα τίποτα δεν του έλεγε
και τώρα αναρριγάει μπροστά του.
 

Σαν ήταν το παιδί παιδί,
ενθουσιαζόταν όταν έπαιζε,
έτσι ακριβώς και τώρα, όπως τότε, μα μονάχα
όταν αυτά τα έτσι είναι η δουλειά του.


Σαν ήταν το παιδί παιδί,
για φαγητό του'φτανε μήλο και ψωμί,
κι ακόμα έτσι είναι.
 

Σαν ήταν το παιδί παιδί,
μόνο σαν μούρα του'μοιαζαν στα χέρια του τα μούρα
και τώρα ακόμα το ίδιο,
τα φρέσκα τα καρύδια του'γδερναν τη γλώσσα
και τώρα ακόμα το ίδιο,
σ' όποιο βουνό και να βρισκότανε
ποθούσε ακόμα πιο ψηλό βουνό,
σε κάθε πάλι πόλη
ποθούσε πόλη ακόμα πιο μεγάλη,
κι ακόμα το ίδιο νοιώθει,
λαχτάραγε να βρει κεράσια στην κορφή του δέντρου
όπως και σήμερα ακόμα,
ντρεπότανε τον κάθε ξένο
κι ακόμα έτσι νοιώθει,
περίμενε το πρώτο χιόνι,
κι ακόμα έτσι περιμένει.
 

Σαν ήταν το παιδί παιδί,
ένα μπαστούνι έριξε στο δέντρο σαν ακόντιο,
που τρέμει εκεί και σήμερα ακόμα.

 

 

   Το ποίημα αυτό του Πέτερ Χάντκε (Γκρίφεν Αυστρίας, 1942 - Νόμπελ Λογοτεχνίας 2019), το πρωτοακούσαμε στην ταινία του Βιμ Βέντερς (Ντίσελντορφ, 1945) "Τα φτερά του έρωτα" (1987). Μετά το διαβάσαμε και το ξαναδιαβάσαμε και μια φορά μάλιστα που το απαγγείλαμε ψιθυριστά μας αναστάτωσε πιο πολύ. Και ένας λόγος αυτής της αναστάτωσης είναι η βαθιά λαχτάρα για ζωή που διαπερνά αυτό το ποίημα, παρόμοια με την λαχτάρα που έχει ένα παιδί για παιχνίδι που γίνεται λύπη του όταν διαπιστώνει ότι χίλια δυο πράγματα δεν του επιτρέπουν να χαρεί. Το ποίημα αυτό απηχεί και κάτι από του πρίγκηπα το θερμό φιλί που ξυπνάει μια κοιμωμένη Χιονάτη, ή από το παιδί που με μια τρυφερή δύναμη σηκώνει όρθιο για μια ακόμα φορά τον δικό του ενήλικα που έπαιξε και έχασε. Και γιατί όχι, και αυτό που καμπανίζει χαρούμενα στο τέλος της Μεγάλης Εβδομάδας, όταν φτάνει η στιγμή της ανάστασης του εσταυρωμένου στα ματωμένα για χιλιοστή φορά Ιεροσόλυμα, αλλά και στην καρδιά του κάθε ένα απο εμάς που τράβηξε των παθών του τον τάραχο και νοιώθει τώρα μέσα του να φτερουγίζει πάλι μια ερωτική επιθυμία για τον άλλον, για τους άλλους και προπάντων για εκείνους που μας άνθισαν ψυχή τε και σώματι.

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 12 Απριλίου 2023 19:31
Λάκης Ιγνατιάδης

Ραβδοσκοπία ατζαμή

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση