Τα πρώτα 7 που παρουσίασε ο M.Hulot
Μια συγκλονιστική αφήγηση σε γλώσσα προφορική, αρβανίτικη, με ιστορίες τιμής που καθορίζονται από τον νόμο του αίματος. Ρεαλιστικές ιστορίες ανομολόγητων πράξεων, βιασμοί, δολοφονίες, δεισιδαιμονίες, ηθικές δοκιμασίες, καταστροφή και αφανισμός, ήρωες στρατιώτες που πολέμησαν στα άγρια πεδία των μαχών στη Μικρά Ασία, θύτες και θύματα, γιατί «καθαρός δεν είναι κανένας, μοναχά ο άπραγος». Μια σπουδή στη βία και τον άγριο λυρισμό που κυριαρχεί στα διηγήματα του βιβλίου από την αρχή μέχρι το τέλος. Το τέταρτο βιβλίο του Δημοσθένη Παπαμάρκου έγινε μπεστ σέλερ, θεατρικό, απέσπασε το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών - Ιδρύματος Πέτρου Χάρη και το Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας του περιοδικού «Αναγνώστης», περισσότερο απ’ όλα, όμως, άνοιξε τον δρόμο για μια γενιά συγγραφέων, «απενοχοποιώντας» την ντοπιολαλιά στην ελληνική λογοτεχνία.
Με την πρώτη του «κινηματογραφική» νουβέλα, που έγραψε στα 21 του, στην οποία απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα το 2020, ο Μιχάλης Μαλανδράκης κατάφερε να μιλήσει με τρόπο συναρπαστικό για τους μετανάστες στην Ελλάδα, έναν κόσμο μετέωρο που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο πατρίδες, χωρίς να ανήκει σε καμία. Ο νεαρός Αγκίμ, μετανάστης από την Αλβανία, παρότι είναι περισσότερα από δέκα χρόνια στην Ελλάδα, παραμένει οικειοθελώς στο περιθώριο και ονειρεύεται να γίνει επαγγελματίας κλαρινίστας. Όταν ένας άγνωστος συμπατριώτης του τον προσεγγίζει εντυπωσιασμένος από το ταλέντο του και του προτείνει να δουλέψει σε νυχτερινό μαγαζί στην Αθήνα, αποδέχεται την πρόταση. Εκεί, κρύβοντας την καταγωγή του, ως «Γιάννης από τα Γιάννενα» μπλέκεται σε μια άγρια ιστορία και γίνεται μάρτυρας πολύ σκληρών περιστατικών που ορίζουν οι νόμοι της νύχτας. Αναγκάζεται να κάνει πράγματα που δεν θέλει, κερδίζοντας όμως όλα αυτά που ονειρευόταν: λεφτά και αναγνώριση.
Ο Φανούρης είναι ένα 15χρονο αγόρι που στην πρώτη κηδεία που πάει στη ζωή του ανακαλύπτει ότι μπορεί να ακούει τους νεκρούς, να του μιλάνε και να τους μιλάει. Όταν ο θείος του ανακαλύπτει το χάρισμά του, τον παίρνει και φεύγουν απ’ το χωριό. Περιφέρονται στην Κρήτη από κηδεία σε κηδεία ως διερμηνείς των πεθαμένων, εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη των ανθρώπων να επικοινωνήσουν με τους νεκρούς τους αλλά και των νεκρών να αλλάξουν τη μοίρα όλων. Για τον Φανούρη η περιπέτεια που ξεκινάει και του κάνει άνω κάτω τη ζωή είναι μια βεβιασμένη ενηλικίωση με απρόβλεπτες συνέπειες, και μια ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα και πόνου. Το τρίτο βιβλίο του Μιχάλη Αλμπάτη είναι ένα απολαυστικό μυθιστόρημα με χιούμορ και συγκίνηση, βλάσφημο, βρόμικο, όσο πρέπει σουρεαλιστικό, με ανατροπές, εν ολίγοις με όλα τα συστατικά της «μεγάλης» λογοτεχνίας.
Στα 22 του (και μέσα σε ενάμιση μήνα!) ο Χάρης Καλαϊτζίδης έγραψε ένα από τα πιο σημαντικά μυθιστορήματα της γενιάς των millennials, πολιτικό, ερωτικό, φιλοσοφικό, queer, για τη σεξουαλικότητα, τον φασισμό αλλά και για τη δυνατότητα απελευθέρωσης, με ήρωες διαλυμένους συναισθηματικά και ευάλωτους, που προσπαθούν να μαζέψουν τα κομμάτια τους. Ο Διονύσης και η Αριάδνη, θύματα της διαφορετικότητάς τους, ερωτεύονται σε διαφορετικές χρονικές στιγμές τον Βαρθολομαίο που εξελίσσεται σε χρυσαυγίτη, καταστρέφοντας συναισθηματικά και τους δύο. Πέρα από το βασικό στόρι που επιδέχεται πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης, θέτοντας φιλοσοφικά ερωτήματα με έναν ιδιοφυή τρόπο, ο Καλαϊτζίδης έχει φτιάξει ένα μυθιστόρημα το οποίο χάρη στη γλώσσα του μετουσιώνεται σε υψηλή λογοτεχνία, βίαιη, ωμή, αλλά και ποιητική, που σε ταράζει και σε αφυπνίζει.

Η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Γιάννη Παλαβού, που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και το Βραβείο Διηγήματος του ηλεκτρονικού περιοδικού «Ο Αναγνώστης», αποτελείται από δεκαεπτά «ψυχογραφικές» ιστορίες με φόντο τη μακεδονική ενδοχώρα αλλά και τους «ανήλικους ενήλικες του άστεως», και είναι γραμμένο με σουρεαλισμό αλλά και μαγικό ρεαλισμό, ονειρική διάθεση, ευαισθησία, έντονη συγκίνηση και χιούμορ. Σύντομες αφηγήσεις με τον μοναδικό τρόπο του Παλαβού που παραπέμπουν σε σημαντικές στιγμές της ελληνικής λογοτεχνίας: Βιζυηνό και Θεοτόκη στα «Φώτα», Βικέλα στο «Στο Δάσος», στη Ραραού από τη Μητέρα του Σκύλου του Μάτεσι στο «Γέροι άνθρωποι», σύγχρονες όμως και μοντέρνες, με έναν λόγο αναγνωρίσιμο και ιδιαίτερο, «αιρετικό» και ιδιαίτερα πλούσιο.
Το πρώτο μυθιστόρημα του Μάνου Ραγιάδη, που κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 2020 ως «το βιβλίο που προάγει σημαντικά τον διάλογο πάνω σε ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα», είναι μια νουάρ ιστορία βίαιης ενηλικίωσης με γερές δόσεις σπλάτερ και κεντρικό χαρακτήρα ένα κορίτσι που θέλει να είναι αγόρι. Το 7χρονο παιδί, που ονομάζει τον εαυτό του Ντόναλντ, ενώ η μητέρα του το αποκαλεί «κοριτσάκι μου», βρίσκεται σε μια «δυσλειτουργική» οικογένεια και μπλέκεται στη δίνη μιας σειράς φόνων που σημαδεύουν τη ζωή του σε διάστημα έξι ημερών. Αυτό που κάνει το Αγόρι συναρπαστικό δεν είναι μόνο το ερώτημα για το φύλο του παιδιού, που σε απασχολεί σχεδόν μέχρι το τέλος του βιβλίου, αλλά και η περιγραφή των χαρακτήρων, της μητέρας, της θείας, οι κοφτοί, ρεαλιστικοί διάλογοι που κάνουν το βιβλίο σχεδόν «θεατρικό» ή σαν σενάριο κόμικ ‒ ένα φορμάτ που δεν συνηθίζεται στην ελληνική λογοτεχνία.
Η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Κώστα Βραχνού στα ελληνικά (είχαν προηγηθεί δυο ποιητικές συλλογές στα ισπανικά) περιέχει 48 συνοπτικές αφηγήσεις φανταστικών ιστοριών, όπου με πειρακτική διάθεση και σε ατμόσφαιρα νοσηρού υπερθεματισμού περιγράφονται πρόσωπα και στιγμιότυπα, κοινά ή ευτελή, εξού και ο νεολογισμός «ρωπογραφήματα». Πρόκειται για αφηγήματα που δεν ξεπερνούν τις εκατό λέξεις, σουρεαλιστικά, αλλόκοτα, με ήρωες «κομπάρσους στο κέντρο μιας πραγματικότητας οριακά ή αδιάφορα πραγματικής, εντελώς παραβλέψιμους και αντικαταστάσιμους, με βίους ανούσιους και θλιβερούς». Το «απλό, στρωτό, σχεδόν υπηρεσιακό» γλωσσικό ιδίωμα του Βραχνού «δίνει τη μέγιστη δυνατή ρεαλιστική υπόσταση στη φανταστική επινόηση» και μαζί έναν ιδιαίτερο, προσωπικό τρόπο στην αφήγηση.
Πατώντας ΕΔΩ θα εμφανιστεί ολόκληρο το άρθρο που περιέχει και τα εξώφυλλα των βιβλίων.