Δευτέρα, 06 Φεβρουαρίου 2023 19:44

Τα γεμιστά – της Ματίνας Αποστόλου

Επιλέγουσα ή Συντάκτρια 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

frearΑν είχε σηκώσει τα μάτια της μπροστά, έξω απ’ το παράθυρο της κουζίνας, θα έβλεπε την μπλε τέντα της απέναντι πολυκατοικίας να στραφταλίζει. Ο ήλιος ανέβαινε, κάποιες απ’ τις ακτίνες του έπεφταν πάνω στα σιντί που είχαν βάλει για να διώχνουν τα περιστέρια οι αποπάνω κι αντανακλούσαν λάμψεις που κυμάτιζαν στην τέντα. Δεν σήκωσε τα μάτια της όμως, τα κρατούσε χαμηλωμένα στην πράσινη πλαστική λεκάνη μέσα στον νεροχύτη. Καθάριζε τις ντομάτες με κρύο νερό που έπεφτε από τη βρύση και τις πασπάτευε ψάχνοντας κουσούρια, μουρμουρίζοντας.

Θα έφτιαχνε γεμιστά, του το είχε πει απ’ το προηγούμενο βράδυ κι εκείνος της είπε πως θα πήγαινε ο ίδιος στη λαϊκή, γιατί ήθελε να περπατήσει. Ξύπνησαν νωρίς , όπως πάντα, και όσο έφτιαχνε καφέ τού γέμιζε το κεφάλι με σαφείς οδηγίες για το μέγεθος – μη φέρεις τίποτα τσουρούτικες, τη σφριγηλότητα -να τις πιέσεις ελαφρά για να καταλάβεις, θα πρέπει να είναι ώριμες αλλά όχι και πολύ και ύστερα σκέφτηκε πως δεν του είχε εμπιστοσύνη, σίγουρα θα μπερδευόταν και του είπε να ζητήσει ντομάτες για γεμιστά από τον Παύλο με το μουστάκι, σε καμία περίπτωση να μην πάει στον άλλον με το σγουρό φουντωτό μαλλί. Ήταν απατεώνας.

Επέστρεψε κι άφησε τη σακούλα με τις ντομάτες πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, εκείνη τις επιθεώρησε και τις βρήκε ικανοποιητικές, τον ρώτησε πόσα έδωσε κι όταν της είπε, άφησε τα χέρια της να πέσουν πάνω στη σακούλα λες και ήθελε να την κλείσει ξανά, και του γύρισε ένα βλέμμα γεμάτο με απογοήτευση πενήντα δύο χρόνων γάμου.

Με εκείνο το μαχαίρι με την ξύλινη χαλαρωμένη λαβή κάρφωνε τις ντομάτες, τις γύριζε στο χέρι της κόβοντας τα κεφάλια τους και με ένα κουτάλι τους έβγαζε την ψυχή, τις άδειαζε για να τις γεμίσει ξανά με όσα εκείνη γνώριζε πως θα τις έκαναν καλύτερες, ενώ δεν σταματούσε να αναρωτιέται πώς γινόταν, πώς ήταν δυνατόν κάποιος να είναι τόσο κορόιδο ώστε να δίνει τόσα χρήματα για πέντε-έξι ντομάτες, δεν το χωρούσε ο νους της, βρίσκουν και τα κάνουν, έλεγε και σταμάτησε για λίγο με το μαχαίρι γιατί της φάνηκε πως κάτι είδε στο χέρι της, μα ήταν μόνο το χέρι της αλλά της φάνηκε διαφορετικό. Ακούμπησε το κουτάλι στο πιάτο δίπλα της, τέντωσε και τα δυο χέρια μπροστά και χάιδεψε απαλά με τα δάχτυλα το βρεγμένο δέρμα της, δεν θυμόταν τόσες κηλίδες, κι όμως, να τες. Τίναξε το κεφάλι να φύγουν οι κηλίδες απ’ το μυαλό της και ξανάρχισε να σκάβει την κόκκινη σάρκα συνεχίζοντας να απορεί, να αναρωτιέται, πώς γινόταν, πώς ήταν δυνατόν;

Εκείνος γύρισε το φύλλο της εφημερίδας με υπόκρουση τα λόγια που γυρόφερναν πίσω απ’ τα δόντια της και μισοέβγαιναν κάθε τόσο, η φωνή της λευκός θόρυβος που τον νανούριζε στη ζέστη του πρωινού, τακτοποίησε τη σελίδα μισή πάνω στα πόδια του, μισή να ακουμπά το τραπέζι και μια λάμψη τού τράβηξε το βλέμμα, πώς σε ξεγελάνε τα μάτια καμιά φορά και μοιάζει με κύμα ο ήλιος πάνω στην τέντα των απέναντι; Γκρινιάρικες λέξεις αντί για παφλασμοί, έβγαλε τα γυαλιά του, έκλεισε την εφημερίδα πάνω στο τραπέζι και σηκώθηκε αφήνοντας ένα «δεν κουράστηκες» να αιωρείται καθώς έσερνε τις παντόφλες προς το υπνοδωμάτιο.

Εκείνη σάστισε που άκουσε τη φωνή του -πώς τόλμησε- και έκλεισε τη βρύση, ακούμπησε τα χέρια στον νεροχύτη να ανασυγκροτηθεί, σήκωσε το κεφάλι για να βρει τις σωστές λέξεις που θα ακούγονταν τελευταίες -τι λάμψη είναι αυτή, σαν κύμα, ο ήλιος είναι , δεν είναι κάτι, μα είναι κάτι, κάτι ωραίο- γύρισε στεγνώνοντας τα χέρια στην ποδιά της και στάθηκε να τον κοιτάζει. Τον είδε στο χολ να απομακρύνεται, με το φως που έμπαινε από το βάθος να σχηματίζει ένα ολόσωμο φωτοστέφανο γύρω του, άρπαξε μια καρέκλα και έπεσε πάνω της νιώθοντας αληθινά κουρασμένη. Κάτι σαν αγάπη την κατέκλυσε, αγάπη νοθευμένη με νοσταλγία για εκείνον που ήταν μπροστά της ενώ τον έχανε συγχρόνως και θυμήθηκε πριν χρόνια που της είπε σιγανά και ήρεμα, χωρίς να έχει θυμό ή ένταση η φωνή του, ξέρεις, μερικοί άνθρωποι κάνουμε πως δεν τα βλέπουμε όλα τα άσχημα του κόσμου, έτσι είχε πει και της έμεινε γιατί την βρήκε κάπου στο κέντρο της αυτή του η κουβέντα, την τάραξε και τη θυμάται σαν υπόκωφη έκρηξη.

Γύρισε το κορμί της και ανακάθισε στη καρέκλα κοιτάζοντας την τέντα των απέναντι, έμεινε για κάμποσο να χαζεύει τα κύματα, έμπλεκε και χώριζε τους κόμπους των δαχτύλων της, θα μπορούσε να ξαπλώσει για λίγο δίπλα του, ίσως να παραγγείλουν κάτι σήμερα, κάτι για να τον ευχαριστήσει, γιατί αν ήθελε να είναι ειλικρινής -και ήταν πάντοτε ειλικρινής- έπρεπε να παραδεχτεί ότι ήταν πράγματι θαυμάσιες οι ντομάτες που της έφερε, θα τις έτρωγαν αύριο, ήξερε εκείνη με τι έπρεπε να τις γεμίσει για να γίνουν καλύτερες και τέλος πάντων, δεν έγινε κάτι που τις πλήρωσε και δύο ευρώ παραπάνω. Δύο ευρώ παραπάνω, αν έχεις τον Θεό σου!                                Πίνακας Στέφανος Δασκαλάκης

Πηγή: frear.gr/?p=34347 

Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 06 Φεβρουαρίου 2023 20:42

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση