Κυριακή, 08 Ιανουαρίου 2023 10:44

Πρωτοχρονιάτικες σκέψεις ενός γέρικου σκύλου, στον Άι-Γιάννη τον Κυνηγό, της Αγγέλα Καστρινάκη

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)
skilosΕίχε τρέξει με τα γεροντικά ποδάρια του στο μονοπάτι πάνω απ’ την Αθήνα, την πελώρια πολιτεία. Είδε την πόλη από τη μια, τα αμέτρητα κουτάκια, είδε τις εξοχές από την άλλη, πέρα τη θάλασσα. Τώρα ξαποσταίνει στον μοναστηρίσιο τοίχο. Γλυκά που πέφτει ο ήλιος!
Αχ, θα ’θελε να ’ταν κι αυτός πλάι  στη θάλασσα και να ρουφούσε την αρμύρα της, να γάβγιζε τα κυματάκια της. Σίγουρα κάποιοι τυχεροί βρίσκονται εκεί τούτη την ώρα. Μα αυτά τα έκανε άλλοτε, πάνε πολλά χρόνια. Τώρα μια χαρά είναι εδώ χάμω, πάνω στο παχύ στρώμα απ’ τους πεθαμένους αθανάτους, να συλλογίζεται το οξύμωρο. Πεθαίνουν οι αθάνατοι;
 
Κάποτε ζούσε εκεί που λάμπουνε τα στρογγυλά νεράντζια. Δεν ήταν άσχημα. Την άνοιξη μεθούσε από τις μυρωδιές. Ώρες ώρες θυμάται τον εαυτό του και με τις τέσσερις πατούσες προς τον ουρανό να ξύνει την πλάτη του στο κράσπεδο των δρόμων. Είχε πολύ κόσμο και μπόλικες εκπλήξεις. Τώρα έχει βολευτεί θαυμάσια πάνω σε αυτό το παχύ στρώμα.
Πεθαίνουν οι αθάνατοι;
Θυμάται το βλέμμα της. Ένα βλέμμα απαλό σαν το σκυλίσιο είχε ακουμπήσει πάνω του μια μέρα. Σαν να έβαλε στη θέση τους τα σπλάχνα του. Το θυμάται κι ας πέρασαν αιώνες. Εκείνη βέβαια δεν υπάρχει πια. Πέθανε πριν τρεις μήνες. Αλλά το βλέμμα της είναι εδώ τριγύρω. Πεθαίνουνε τα βλέμματα;
Κάτι συνάδελφοι. Χοροπηδούν και σκέφτονται με ποιον τρόπο θα πετύχουν το μέγιστο. Κάνουν υπολογισμούς, σταθμίζουν τις πιθανότητες. Πικραίνονται αφόρητα γιατί κάτι δεν πήγε όσο καλά περίμεναν. Κι αυτός πονούσε κάποτε. Τώρα τρελαίνεται να περπατά ανάμεσα στα βράχια, να κουλουριάζεται πάνω στις πευκοβελόνες ή, όπως εδώ τώρα, πάνω στους πεθαμένους αθανάτους. Γλυκά που πέφτει ο ήλιος!
Ξέρει πως ο άλλος βρίσκεται τώρα σε βαριά ταλαιπωρία. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και κοιτάει τον τοίχο. Αυτός που ως χτες έκανε πιρουέτες‧ ναι, δεν βάδιζε, πετούσε. Τώρα σαν να ’χει σπάσει η ραχοκοκαλιά του. Κάποτε κι εκείνος τον είχε χαϊδέψει ανάμεσα στ’ αφτιά. Και τούτο αξέχαστο. Ένα θεϊκό χάδι, σαν συγχώνευση. Τώρα έχει σκύψει το υπέροχο κεφάλι. Μα πεθαίνουν τάχα οι αθάνατοι; Πεθαίνουνε τα χάδια ανάμεσα στ’ αφτιά;
Ήρθε κι αυτή εδώ. Ξεπρόβαλε απ’ το δασάκι με γρήγορο βήμα κι έκατσε στο πεζούλι. Έβγαλε το μπουφάν. Είναι φυσικά γεμάτη έγνοιες. Χτυπά διαρκώς το εσωτερικό ρολόι. Τώρα γύρισε την πλάτη της στον ήλιο, χαμήλωσε τον γιακά της και μάζεψε τα μαλλιά. Αφήνει τον ήλιο να της ψαύει τον λαιμό. Γιατί –ο σκύλος είναι σίγουρος γι’ αυτό– είχε μια φίλη κάποτε κι εκείνη, μια φίλη που της είπε να δείχνει τον αυχένα της στον ήλιο. Είναι, είχε πει, το καλύτερο φάρμακο. Αρκούν πέντε λεφτάκια.
Κι αυτός νιώθει εκείνη που νιώθει τον ήλιο εκεί, στο κοκαλάκι που προεξέχει, όπως όταν γράπωνε τον ίδιο η μάνα του για να τον μεταφέρει κι ένιωθε τη ζεστασιά της αναπνοής της στον αυχένα του. Τα φάρμακα δεν έπιασαν. Πεθαίνει όμως αυτή η θερμότητα; Πεθαίνει η συμβουλή της φίλης;
Στον τοίχο τον μοναστηρίσιο, εδώ που πέφτει ο ήλιος του μεσημεριού, εδώ ένα βλαστάρι αθάνατου μένει ακόμα όρθιο. Πιο πέρα κάτι άλλα στέκουν κι εκείνα νέα και θαλερά. Ωραία που πέφτει ο ήλιος! Ωραία που ήτανε η θάλασσα από ψηλά και το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα. Ωραία τα τσικ και τσακ που έκαναν τα κλαδιά στη ζέστη.
Ω, εντέλει βλέπει τη μεγάλη πολιτεία και τα ανθρωπάκια της και τους συναδέλφους σκύλους και όσους ξυπνούν και όσους κοιμούνται ακόμα, τους άρρωστους και τους γερούς, όσους υποφέρουν και όσους λιγότερο υποφέρουν, και τα παλιά και τη σημερινή πρωτοχρονιά και όσα άφευκτα θα ’ρθούν. Βλέπει κιόλας βαθιά μέσα σ’ αυτήν εκεί με το σκυμμένο της κεφάλι για να δει το σβερκάκι της ο ήλιος. Συ δεν ήσουν που με ονειρεύτηκες χτες βράδυ; Συ ήσουν που με είδες στο πιο γλυκό σου όνειρο…
(Δημοσιεύτηκε χτες σε εκτενέστερη μορφή στα ΝΕΑ)
Λάκης Ιγνατιάδης

Ραβδοσκοπία ατζαμή

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση