Το δεύτερο γεγονός είναι η «πρώτη φορά Ακροδεξιά» στην Ιταλία, την τρίτη οικονομία της Ευρώπης, μέλος του G7, των επτά ισχυρότερων οικονομιών της Δύσης, ανάμεσα στα έξι ιδρυτικά μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα αμάλγαμα νεοφασιστών ή «μεταφασιστών», ρατσιστών και αντιευρωπαϊστών, που διατηρούν πολιτικούς δεσμούς με την Αντιφιλελεύθερη Διεθνή, με καθεστώτα όπως της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.
Το πολιτικό μοντέλο της Ουγγαρίας χαρακτηρίστηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 15 Σεπτεμβρίου ως «υβριδικό καθεστώς κοινοβουλευτικής απολυταρχίας», καταδικάζοντας έτσι την κυβέρνηση Όρμπαν με έναν βαρύτερο αλλά και ορθότερο όρο σε σύγκριση με τον ευρύτερα χρησιμοποιούμενο «αντιφιλελεύθερη δημοκρατία». Πρόκειται για πολιτικά συστήματα στα οποία διεξάγονται μεν εκλογές σύμφωνα με το Σύνταγμα, όμως απουσιάζει «ο σεβασμός των δημοκρατικών κανόνων και προτύπων» όπως αναφέρεται στην Έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Σε αυτή την αργόσυρτη διολίσθηση της δημοκρατίας, που συντελείται μέσα από τις αλλεπάλληλες κρίσεις που πλήττουν ολόκληρο τον πλανήτη –οικονομική κρίση, πανδημία, κρίση ασφάλειας, κλιματική και ενεργειακή κρίση– είναι αφιερωμένο το βιβλίο του Κώστα Μποτόπουλου, προσφέροντας μια πανοραμική θέαση των τρόπων με τους οποίους δοκιμάζονται και δηλητηριάζονται οι θεσμοί του δημοκρατικού κράτους δικαίου.
Σταδιακή διαδικασία παρακμής
Το τοπίο της δημοκρατίας περιγράφεται ως διαδικασία σταδιακής παρακμής ή αποσάθρωσης, που δεν οφείλεται πρωτίστως στις επιθέσεις από δεδηλωμένους εχθρούς της δημοκρατίας, όσο από τους υποτιθέμενους φίλους ή, συχνά, τους ίδιους τους λειτουργούς της: απαξιωμένα και αυτοαναφορικά πολιτικά κόμματα, υποταγμένα ΜΜΕ, δικαστές υπάκουοι στους εκάστοτε κυβερνώντες, κοινωνίες πολιτών εξαρτημένες, δημοκρατικό και κοινωνικό έλλειμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδιοτελείς και άτολμες ηγεσίες.
Ο Μποτόπουλος δεν ακολουθεί μια κλασική ακαδημαϊκή ανάλυση της έκπτωσης των δημοκρατικών θεσμών σε όλο τον κόσμο. Με λόγο γλαφυρό σχολιάζει πρόσωπα, στιγμιότυπα, επεισόδια, ξεκινώντας από την Ευρώπη, εξηγώντας το Brexit και περνώντας στην άλλη άκρη του Ατλαντικού και στην περίπτωση Τραμπ, και από εκεί στη Βραζιλία του Μπολσονάρο, τη «Μαδουροκρατία», την Κίνα «ως ζήτημα δημοκρατίας» και πίσω στην Ελλάδα και στις περιπέτειες του κράτους δικαίου τα τελευταία χρόνια.
Το βιβλίο ξεκινάει, προβλέποντας ίσως το μέλλον, με ένα παράδειγμα από την Ιταλία αντίστασης της κοινωνίας πολιτών στον λαϊκισμό. Στην Μπολόνια, προπύργιο της ιταλικής Αριστεράς και αντίδρασης προς τον Μπερλουσκόνι, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων και τον Σαλβίνι, στα τέλη του 2019, δημιουργείται από μερικούς νέους ανθρώπους μέσω facebook και καλέσματος από στόμα σε στόμα ένα κίνημα πολιτών με το όνομα Σαρδέλες, αντιμαχόμενο την άνοδο του Σαλβίνι. Στις 14 Νοεμβρίου θα μαζευτούν 15.000 άνθρωποι στην Πιάτσα Ματζόρε της Μπολόνιας με κεριά και με τραγούδια. Περιοδεύοντας από πόλη σε πόλη, ένα μήνα αργότερα θα συγκεντρωθούν στη Ρώμη περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι, προσπαθώντας να αφυπνίσουν τα αντισώματα της δημοκρατίας. Οι Σαρδέλες είναι κατά του λαϊκισμού, των διακρίσεων, της βίας, των fake news και της αδιαφορίας απέναντι στην κλιματική αλλαγή. Φαίνεται όμως ότι οι Σαρδέλες δεν αρκούσαν για να αποτραπεί σήμερα η άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ιταλία, τρία χρόνια μετά την εμφάνισή τους.
Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου προβάλλεται ένα εμβληματικό επεισόδιο από την άκαρπη αντίσταση απέναντι στην παραβίαση της συνταγματικής δημοκρατίας στην Πολωνία. Στη Βαρσοβία, ένα κρύο πρωινό του Ιανουαρίου του 2020, πολωνοί δικαστές από όλες τις περιοχές της χώρας και από άλλα είκοσι κράτη, φορώντας την τήβεννό τους ως κοινό ένδυμα-σύμβολο της δικαστικής εξουσίας, διαδήλωσαν μαζί με άλλες 30.000 άτομα κατά της παραβίασης της δικαστικής ανεξαρτησίας από την πολωνική κυβέρνηση, ιδίως μέσω της επιχείρησης εκφοβισμού και ελέγχου των δικαστών ως βασικής στρατηγικής στα καθεστώτα της αντιφιλελεύθερης δημοκρατίας. Η «διαδήλωση των χιλίων τηβέννων» δεν πτόησε την πολωνική κυβέρνηση, όπως δεν την πτόησε ούτε η εκκίνηση της διαδικασίας του άρθρου 8 της Συνθήκης για παραβίαση των θεμελιωδών κανόνων της ΕΕ, ούτε η καταδίκη της από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Η αποδυνάμωση ή η κατάλυση των θεσμικών αντιβάρων απέναντι στις κυβερνητικές πλειοψηφίες αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα πλήγματα κατά της δημοκρατίας.
Ο Τραμπ και το Brexit
Στην καρδιά της δημοκρατικής Δύσης συντελούνται το 2016 δύο τραυματικά γεγονότα, που εγκαινιάζουν με τον πιο απρόβλεπτο τρόπο αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί «εποχή του σύγχρονου λαϊκισμού». Το Brexit, μετά το μοιραίο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016, που ολοκληρώνεται με την επίσημη έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ την 31 Ιανουαρίου 2021, και η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ τον Νοέμβριο του 2016, που έληξε με τα βίαια γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021 και την εισβολή στο Καπιτώλιο.
Ως προς το Brexit, είναι πράγματι εκ πρώτης όψεως παράδοξο να χαρακτηρίζονται «μνημείο λαϊκισμού» και συμβολικό σημείο εισόδου σε μία περίοδο «μειωμένης ή διαστρεβλωμένης δημοκρατικότητας» όσα έγιναν πριν και μετά από ένα δημοψήφισμα που διεξήχθη τηρώντας όλα τα κριτήρια για τη δημοκρατική και σύννομη διοργάνωση μιας διαδικασίας άμεσης δημοκρατικής επιλογής από έναν δημοκρατικό λαό για το μέλλον του. Και όμως, όπως αναδεικνύεται εκτενώς στο βιβλίο, η επικράτηση της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλεται στην παραπληροφόρηση, στις αθέμιτες επεμβάσεις, στα ψεύδη για το μεταναστευτικό και για το σύστημα υγείας και το ψευδεπίγραφο σύνθημα «take back control».
Ακόμη πιο θλιβερή ήταν η διαχείριση της διαπραγμάτευσης μετά το δημοψήφισμα, όπου ωστόσο δύο θεσμοί έσωσαν την τιμή της βρετανικής δημοκρατίας: το Ανώτατο Δικαστήριο και το Κοινοβούλιο. Παρ’ όλα αυτά, η επικράτηση του λαϊκισμού αποτέλεσε τεράστιο πλήγμα για την κοινοβουλευτική δημοκρατία στην κοιτίδα της, για τη διεθνή ισχύ μιας εσωτερικά διαιρεμένης πλέον χώρας –με τις πιθανές αποσχίσεις της Σκωτίας και της Β. Ιρλανδίας–, αλλά ένα πλήγμα και για την Ευρωπαϊκή Ένωση που έχασε ένα μέλος της με σημαντική οικονομία και στρατιωτική δύναμη.
Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, ο πλανήτης βίωσε την επικράτηση στις προεδρικές εκλογές της υπερδύναμης ενός προσώπου παντελώς ακατάλληλου. Μία εκλογή βασισμένη σε ψεύδη, απρέπειες, ένα λόγο διχαστικό, ξενοφοβικό και σεξιστικό, που μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ο Τραμπ δεν περιόρισε σε οξύτητα και ευτέλεια, αλλά διεύρυνε ακόμη περισσότερο. Η αντιθεσμική συμπεριφορά του προέδρου Τραμπ, που καταγράφεται ευσύνοπτα αλλά παραστατικά στο βιβλίο, κλιμακώνεται πριν από τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 2020, αλλά κορυφώνεται αμέσως μετά, όταν με τη σύμπραξη ρεπουμπλικανών βουλευτών και γερουσιαστών αρνείται να δεχθεί το αποτέλεσμα και καλεί τους οπαδούς του σε βίαιη εξέγερση. Ο Μποτόπουλος δεν διστάζει να γράψει εδώ για την «πρώην αμερικανική δημοκρατία», με το απαρχαιωμένο και δυσλειτουργικό πολιτικό σύστημα, ένα κράτος δικαίου με σοβαρά κενά, ιδίως όμως μια κοινωνία βαθιά διχασμένη πολιτικά και πολιτιστικά. Είναι θλιβερή η επισήμανση ότι, αν δεν είχε προηγηθεί η καταστροφική διαχείριση της πανδημίας από τον Τραμπ, ενδεχομένως να είχε επανεκλεγεί.
Απέναντι στις διαβρωμένες δημοκρατίες και στον «κλασικό λαϊκισμό» της Δύσης, ο Μποτόπουλος αντιπαραθέτει τις χώρες που απαρτίζουν την «Αντιφιλελεύθερη Διεθνή», όπου η δημοκρατία υπονομεύεται συνειδητά και παρά τη δημοκρατική πρόσοψη των εκλογών σημειώνονται συστηματικές και απροκάλυπτες παραβιάσεις των ατομικών δικαιωμάτων και της διάκρισης των εξουσιών. Ξεκινώντας από την Κίνα, που δεν είναι καν υβριδική δημοκρατία, αλλά «μη δημοκρατία», στο βιβλίο προσφέρεται ένα πανόραμα των καθεστώτων όπου δεν κάμπτονται απλώς οι δημοκρατικές και δικαιοκρατικές εγγυήσεις, αλλά χρησιμοποιούνται μέθοδοι παρακράτους: η Βραζιλία του Μπολσονάρο, οι Φιλιππίνες του Ντουτέρτε, οι ξεχασμένες χώρες της Κεντρικής Ασίας και της Αφρικής, η ειδική περίπτωση της αχανούς, πολυφυλετικής Ινδίας, οι βαθιές ανισότητες στη Λατινική Αμερική που υποσκάπτουν τη θεμελίωση της δημοκρατίας, αναλύονται σε ένα από τα πιο συναρπαστικά κεφάλαια του βιβλίου.
Η ελληνική περίπτωση
Στις περιπέτειες του κράτους δικαίου στην Ελλάδα την περίοδο 2015-2019 είναι αφιερωμένο ένα εκτενές κεφάλαιο. Ο συγγραφέας ξεχωρίζει τρεις εμβληματικές υποθέσεις ως συμπύκνωση της κάμψης του κράτους δικαίου: την υπόθεση των ραδιοτηλεοπτικών αδειών, την υπόθεση των τούρκων αξιωματικών και την υπόθεση Novartis. Είναι πάντως αξιοσημείωτο, ότι σε καμία από τις τρεις αυτές υποθέσεις δεν ολοκληρώθηκαν τελικά τα κυβερνητικά εγχειρήματα. Η δικαστική εξουσία δεν υποτάχθηκε σε αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί «ρασπουτινικό κύκλωμα».
Είναι πιθανό ότι αν το βιβλίο γραφόταν σήμερα θα περιλάμβανε ως κορυφαία πλήγματα κατά του κράτους δικαίου το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων και τη συγκάλυψή του. Άλλωστε, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον όρο «ελληνικό Γουοτεργκέιτ» για μία υπόθεση που μοιάζει λιγότερο με το σκάνδαλο του προέδρου Νίξον σε σύγκριση με τις παρακολουθήσεις των επικοινωνιών του αρχηγού του τρίτου κοινοβουλευτικού κόμματος. Έτσι, οι περιπέτειες του κράτους δικαίου δεν σταματούν το 2019. Όπως γράφει ο Μποτόπουλος, αναφερόμενος σε όσα συνέβησαν προηγούμενες δεκαετίες (σκάνδαλο Κοσκοτά, προεδρία Κόκκινου, βασικοί μέτοχοι) «μπροστά σε τέτοιες παραβιάσεις δεν χωρούν συμψηφισμοί, επιβάλλονται όμως συγκρίσεις».
Πυκνή και εύστοχη είναι η ανάλυση της σύγκρουσης της ελληνικής δημοκρατίας με τη Χρυσή Αυγή, με καταλύτη τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Αξιοσημείωτες είναι τρεις επισημάνσεις του συγγραφέα: Κατ’ αρχάς, η ταχύτητα με την οποία κινήθηκε η πολιτεία μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, με πρωτοβουλία πολιτική και όχι δικαστική, που υποδεικνύει ότι μπροστά στις πρώτες εκδηλώσεις της οργανωμένης βίας της Χρυσής Αυγής επικράτησε αμηχανία και φόβος. Δεύτερον, η επισήμανση ότι η κοινωνία ευαισθητοποιήθηκε, έστω με καθυστέρηση. Ωστόσο, η έκβαση της δίκης σε πρώτο βαθμό δεν κλείνει τον κύκλο της ακροδεξιάς εκτροπής. Αλίμονο, γράφει ο Μποτόπουλος, «αν ξεχνούσαμε ή νομίσαμε ότι ξεμπερδέψαμε με μια σειρά από γεγονότα και τάσεις». Τέλος, αναφέρεται στην άμυνα της δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της επισημαίνοντας ότι είναι λάθος ο ισχυρισμός πως η δημοκρατία δεν τους εκδικείται. Απλά τους πολεμάει με τα δικά της όπλα, «που είναι τα όπλα των θεσμών και όχι τα όπλα της βίας».
Από το βιβλίο δεν απουσιάζει η ανάλυση των επιπτώσεων της πανδημίας τόσο για την οικονομία όσο και για το κράτος δικαίου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ευρωπαϊκή οπτική, με την οποία ο συγγραφέας είναι εξοικειωμένος εκτός των άλλων λόγω της θητείας του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η ενωμένη Ευρώπη πιάστηκε μεν στον ύπνο όταν εκδηλώθηκε η πανδημία, όμως σύντομα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο ενεργοποιήθηκαν, καταλήγοντας σε ένα «πραγματικό άλμα» με τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης και τη μεγάλη συμφωνία του Ιουλίου 2020, χάρη στην οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε ένα τεράστιο βήμα στην οικονομική της διακυβέρνηση. Στο βιβλίο αναλύονται οι πολιτικοί νεωτερισμοί αλλά και τα παράπλευρα θύματα των ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών κατά της πανδημίας, μεταξύ των οποίων η καθυστέρηση των μέτρων κατά της Ουγγαρίας και της Πολωνίας για παραβιάσεις του κράτους δικαίου.
Το τελευταίο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στους «μεγάλους κόμπους», δηλαδή τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η δημοκρατία. Πρώτα απ’ όλα, το γεγονός ότι οι ηγέτες ξεχνούν όλο και πιο συχνά τους κανόνες της δημοκρατίας. Δεύτερον, το νέο περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργούν οι δημοκρατίες υπό συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Τρίτον, η διαρκής διεύρυνση των ανισοτήτων τα τελευταία χρόνια, που συμπιέζουν τη μεσαία τάξη και υπονομεύουν τη δημοκρατία. Τέταρτον, η μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής, στην οποία η διεθνής κοινότητα παραμένει διχασμένη παρά τα βήματα που έγιναν στην Ευρώπη. Πέμπτον, οι κίνδυνοι που προκαλούν η εποχή των έξυπνων μηχανών, η υποχώρηση της ιδιωτικότητας, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι διάφορες μορφές κατάχρησής τους. Έκτον, το μεταναστευτικό ζήτημα και οι αποτυχημένες προσπάθειες της Ευρώπης να εξορθολογήσει τη διαχείριση των προσφυγικών ροών.
Όπως γράφει στον εκτενή πρόλογό του ο καθηγητής Γιάννης Βούλγαρης, «αν υπάρχει ένα μότο στο βιβλίο, είναι η ανάγκη εγρήγορσης, η ανάγκη αναστοχασμού με σκοπό την ανανέωση της δημοκρατίας». Είναι εντυπωσιακό πώς ο Κώστας Μποτόπουλος κατόρθωσε να συμπυκνώσει, σε 325 σελίδες γλαφυρού λόγου, το πανόραμα των προκλήσεων, των κινδύνων και των ελπίδων της δημοκρατίας σε ολόκληρο τον πλανήτη. Παρά τις διαπιστώσεις για την υποχώρηση της δημοκρατίας στη Δύση και την ισχυροποίηση αυταρχικών καθεστώτων, το βιβλίο αποπνέει την αισιοδοξία της βούλησης: «Η δημοκρατία κάθε φορά κερδίζει […] δύναμή της δεν είναι μόνο η γοητεία που ασκεί, αλλά ότι αυτοί που την πονούν και μάχονται για την επικράτησή της είναι οι πρώτοι που δεν ικανοποιούνται από τις ατέλειές της». Το Τοπίο της δημοκρατίας προσφέρει ένα μάθημα ρεαλισμού, εγρήγορσης και πρόσκλησης προς τους πολίτες να αντιστρέψουν τις τάσεις αποδυνάμωσης της δημοκρατίας.
Πηγή: booksjournal.gr/kritikes/politiki
Από τον πρόλογο του Γιάννη Βούλγαρη. Κατά τούτο ο αναγνώστης θα κερδίσει έναν πλούτο πληροφοριών και μια συμπυκνωμένη εικόνα του πιο καίριου ίσως ζητήματος της εποχής μας: του παρόντος και του μέλλοντος της φιλελεύθερης Δημοκρατίας. Το πρίσμα της μελέτης είναι μεταρρυθμιστικό, υποστηρίζει τον στόχο της ανανέωσης της δημοκρατίας μέσω ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, περισσότερο δίκαιου, συμπεριληπτικού και «πράσινου», με περισσότερες επενδύσεις σε δημόσια αγαθά, όπως η υγεία, το περιβάλλον και η εκπαίδευση. Παράλληλα με την ενίσχυση του Ευρωπαϊκού σχεδίου και την ανάγκη δημοκρατικής διακυβέρνησης της παγκοσμιοποίησης ώστε να αποφευχθεί ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος στον 21ο αιώνα. Περισσότερο όμως και από την μεταρρυθμιστική οπτική, εκείνο που συνέχει το βιβλίο και την επιχειρηματολογία, είναι το δημοκρατικό πάθος και η εγρήγορση του συγγραφέα που ξεκινά από την επίγνωση ότι η Δημοκρατία «κινδυνεύει κυρίως από τον εαυτό της, δηλαδή από την αίσθηση των υποστηρικτών της ότι συνιστά νομοτέλεια, από την ψευδαίσθηση ότι η «κανονικότητα» επιτρέπει εφησυχασμό. Και δεν κινδυνεύει να «τελειώσει» αλλά από κάτι πιο ύπουλο που βρίσκεται σε εξέλιξη: να εκπέσει». Εκδόσεις Παπαζήσης, σελ. 336, τιμή 17,17 €