«Η πανδημία σίγουρα μας έκανε καλό, αλλά θα προτιμούσαμε σίγουρα η πλατφόρμα να είχε βγει υπό κανονικές συνθήκες και να μην είχαμε περάσει ποτέ την πανδημία», λέει η Δάφνη Μπεχτσή, η 28χρονη ιδρύτρια και CEO της πλατφόρμας. «Προφανώς ήταν μια φαινομενικά ιδανική στιγμή να είμαστε online. Ο κόσμος είχε αρκετό διαθέσιμο χρόνο, αφού ήταν κλεισμένος στο σπίτι και θα στερούνταν το θέατρο και το σινεμά. Έτσι, το νέο ότι βγήκαμε στον αέρα διαδόθηκε πάρα πολύ γρήγορα σε μια στιγμή που οι περισσότεροι το είχαν πιο πολλή ανάγκη από ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε αδιαμφισβήτητα ένα τεράστιο κενό μετά τον θάνατο των βιντεοκλάμπ στην πρόσβαση σε κινηματογραφικό περιεχόμενο, πέραν του mainstreamν και το Cinobo ήταν ό,τι πιο φρέσκο έχει συμβεί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Πιστεύω πως το νέο θα διαδιδόταν έτσι κι αλλιώς πολύ γρήγορα, ακόμα και χωρίς την πανδημία. Ωστόσο, δημιούργησε τεράστια ανασφάλεια σε όλο το κινηματογραφικό industry, αύξησε πολύ απότομα τον ανταγωνισμό από μεγάλους παίκτες και στην Ελλάδα και, κυρίως, φαίνεται ότι άλλαξε τις συνήθειές μας με έναν τρόπο που αλλάζει και το σινεμά όπως το ξέραμε έως τώρα. Ο κόσμος δεν έχει επιστρέψει στην αίθουσα μετά την πανδημία ‒ και αγαπάμε την αίθουσα. Είναι στοίχημά μας να προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε να γίνει η έξοδος στο σινεμά ξανά συνήθεια. Αυτό κάνουμε και με τα Cinobo Passes, τα δωρεάν εισιτήρια σινεμά που δίνουμε κάθε εβδομάδα στους συνδρομητές».
Η επιτυχία του Cinobo, ειδικά στις «δύσκολες» νεαρές ηλικίες 18-44 (το 52% του συνόλου των συνδρομητών του) είναι ανέλπιστη, το ίδιο και η συνεχώς ανοδική πορεία της πλατφόρμας, που έβαλε τις σινεφίλ ταινίες στα σπίτια μας. Η Δάφνη ονομάζει τη 19η Δεκεμβρίου 2022 «στιγμή-ορόσημο» των δυο χρόνων που υπάρχουν ως πλατφόρμα. «Είναι η ημέρα που βγήκε το νέο interface μας», λέει. «Σε αυτό καταφέραμε να ενσωματώσουμε πολλά απ’ όσα θέλαμε έως σήμερα. Πολλά απ’ όσα οραματιστήκαμε εξαρχής και πολλά απ’ όσα μας ζητούσαν οι συνδρομητές όλο αυτό το διάστημα. Είναι ένα νέο Cinobo, που είναι πιο cinobo (σινεμά-χωρίς-όρια) από ποτέ και θα συνεχίσει να εξελίσσεται προς αυτή την κατεύθυνση γιατί η λίστα με όλα όσα θέλουμε να κάνουμε είναι ατελείωτη. Η πιο σημαντική από τις αλλαγές είναι ότι πλέον οι συνδρομητές έχουν το προφίλ τους, το οποίο μπορούν να προσωποποιήσουν. Πλέον έχουν τη δυνατότητα να βαθμολογήσουν τις ταινίες, να γράψουν κριτικές και να φτιάξουν τις δικές τους λίστες. Λίστες curated από τους ίδιους, για να προτείνουν στο υπόλοιπο community, ή σε φίλους, ή να κάνουν μία π.χ. για τη μαμά. Φιλοδοξία μας είναι να αναπτυχθεί μια ζωντανή κοινότητα που μέσω του σινεμά συζητά και ανοίγεται, επιμελείται και μοιράζεται όσα βλέπει».
Με όχημα το ανεξάρτητο, φεστιβαλικό, κλασικό και ελληνικό σινεμά, προσκαλούν τους λάτρεις του κινηματογράφου να απολαύσουν και να διαμορφώσουν το σινεμά του μέλλοντος. Το Cinobo ήταν μια παρακινδυνευμένη επιχειρηματική κίνηση και μεγάλη πρόκληση για μια νέα κοπέλα που το background της ήταν η Βιολογία. «Η χρηματοδότηση ήταν ένα από τα μεγαλύτερα challenges», εξηγεί. «Ένα πολύ μικρό, αλλά βασικό κεφάλαιο για τα πρώτα βήματα κατάφερε να καλυφθεί από την οικογένειά μου και μένα. Αυτό αρκούσε για να γίνουν κάποια βασικά πρώτα βήματα και να μπορέσουμε να μιλήσουμε με μια συμβουλευτική επιχειρήσεων. Και αυτό, φυσικά, υπό την προϋπόθεση ότι η αρχική ομάδα, δηλαδή εγώ και ο Αλέξης, βγάζαμε τη δουλειά εννιά ανθρώπων, καθώς δεν υπήρχαν χρήματα για περισσότερο προσωπικό ‒ υπόψη ότι ο Αλέξης είχε άλλη δουλειά ταυτόχρονα. Η συμβουλευτική έπαιξε τεράστιο ρόλο γιατί με βοήθησε να μετατρέψω το πλάνο που υπήρχε στο χαρτί σε ένα ολοκληρωμένο business plan, μια διαδικασία που για μένα ήταν πολύ ξένη έως τότε. Κυρίως όμως με έφερε και σε επαφή με angel investors που πιθανώς να ενδιαφέρονταν να επενδύσουν στο πρότζεκτ. Έπειτα ξεκίνησα τις παρουσιάσεις. Μετά από τρεις παρουσιάσεις σε φίλους, φίλους φίλων, γνωστών και πιθανούς angel investors, βρέθηκαν τα δώδεκα πρόσωπα που πίστεψαν στην ιδέα, στο όραμα, και στήριξαν το πρότζεκτ με ό,τι μέσα είχαν. Χωρίς αυτούς το Cinobo δεν θα υπήρχε.
Ήμασταν πολύ μετρημένοι όταν ξεκινούσαμε, αν και ξέραμε ότι θα χρειαζόμασταν μερικές χιλιάδες συνδρομητές για να πατήσει πραγματικά στα πόδια του το πρότζεκτ. Σε δύσκολες στιγμές, πριν ακόμα καταφέρω να εξασφαλίσω το αρχικό κεφάλαιο, είχα πει “το Cinobo θα βγει, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα έχουμε 20 συνδρομητές και θα το τρέχω μόνη μου από την τραπεζαρία της αδελφής μου” ‒ με φιλοξενούσε για αρκετό καιρό μέχρι να σηκώσω κεφάλι από την πίεση!
Όσο δεν ήξερα αν θα καταφέρω να μαζέψω το αρχικό κεφάλαιο δεν τόλμησα να μεγαλώσω την ομάδα. Έπειτα αναζήτησα τα βασικά πρόσωπα της ομάδας του curation που ήταν κομβικής σημασίας για τη δημιουργία της ταυτότητας του Cinobo. Σιγά-σιγά αρχίσαμε να παίρνουμε σχήμα. Σήμερα είμαστε δεκαεννιά. Άνθρωποι από τελείως διαφορετικά backgrounds, με έναν κοινό παρονομαστή, την πεποίθηση ότι το σινεμά μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Το μεγαλύτερο κομμάτι της ημέρας μιλάμε για ταινίες. Τις συζητάμε, τις αγαπάμε, τις μισούμε, μας στενοχωρούν, μας ενθουσιάζουν, μας προβληματίζουν. Η ιδέα, πάντως, παραμένει ίδια, να βρίσκουμε τις καλύτερες, να τις παρουσιάζουμε με τον καλύτερο τρόπο και να τις κάνουμε προσβάσιμες παντού και πάντα.
Το όνομά του το σκεφτόμουν επί μήνες. Την ταυτότητα του Cinobo είχα αρχίσει να την αναζητώ από τη Γλασκώβη κιόλας. Τελικά προέκυψε από την ιδέα που αντιπροσωπεύουν και τα αρχικά του: cinema no borders, από κάθε άποψη. Αυτό θα κάναμε, θα φέρναμε το σινεμά απ’ όλο τον κόσμο, απ’ όλους τους πολιτισμούς και όλες τις ματιές, θα ανοίγαμε ορίζοντες, θα ξεπερνούσαμε τα όρια, τα κοινωνικά, τα ηθικά, τα απόλυτα. Θα φέρναμε το σινεμά κοντά σου, ανεξαρτήτως του αν βρίσκεσαι στη Σέριφο ή στα Κάτω Πορόια. Χωρίς όρια, ιδεολογικά, γεωγραφικά ή άλλα. Γιατί είναι απαραίτητο. Λέγαμε: no border cinema - cinema no borders - Cinobo. Τελικά, το Cinobo άρχισε να κάνει grow inside me. Έμενε, ακουγόταν αγαπησιάρικο, ακουγόταν προσιτό, ήταν digital και σήμαινε και πολλά για εμάς. Σινεμά με όραμα και πολυμορφία. Σινεμά που αψηφά κανόνες και στερεότυπα και ψηλαφεί πολιτισμούς. Σινεμά που διασκεδάζει. Σινεμά που σε κάνει να αισθάνεσαι, να γελάς, να προβληματίζεσαι.
Σε αντίθεση με όσα λέγονται συχνά τον τελευταίο καιρό, το κοινό δεν σταμάτησε ποτέ να βλέπει ταινίες, χολιγουντιανές και μη. Με τα χρόνια άλλαξε ο τρόπος που επιλέγει να τις βλέπει, που σε πολλές περιπτώσεις είχε γίνει πια συνήθεια να είναι παράνομος. Η ύπαρξη νόμιμων και ολοκληρωμένων τρόπων παρακολούθησης, που αφορούν τη μικρή και τη μεγάλη οθόνη ‒μην ξεχνάτε πως πολλοί συνδρομητές πηγαίνουν πια σινεμά λόγω του Cinobo‒, επιβεβαίωσε αυτό που πιστεύαμε, ότι το κοινό υπήρχε και μας περίμενε. Χρειάστηκε, βέβαια, πολλή και κοπιαστική δουλειά για να βγει το Cinobo όπως το βλέπετε σήμερα. Το να πετάξεις απλώς έναν αριθμό ταινιών σε ψηφιακό περιβάλλον δεν φέρνει το ίδιο αποτέλεσμα. Άπειρες εργατοώρες, πολύ μεράκι και τεχνογνωσία χρειάστηκαν τόσο για το κομμάτι της επιλογής του περιεχομένου, της παρουσίαση και της επιμέλειας όσο και για την τεχνολογία και την επικοινωνία, ακόμα και στο κομμάτι του χτισίματος των σχέσεων. Δεν μας υποδέχτηκαν όλοι με ανοιχτές αγκάλες, πολλοί μας αντιμετώπισαν ως το Cinobo που ήρθε να κλείσει τα σινεμά.
Από την αρχή επενδύσαμε πολύ στο ελληνικό σινεμά. Ήταν από την πρώτη στιγμή όραμά μας το Cinobo να γίνει η στέγη του νέου ελληνικού σινεμά, μια επιδίωξη που απέχει από τη λογική της υποχρέωσης. Δεν επενδύουμε, δηλαδή, επειδή υπάρχει κάποιος νόμος που μας υποχρεώνει αλλά επειδή θεωρούμε το νέο ελληνικό σινεμά ένα ζωντανό κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής τέχνης και πραγματικότητας που πετυχαίνει την καταγραφή όσων μας απασχολούν στο τώρα. Επειδή ακριβώς αυτή η προσπάθεια έγινε ηθελημένα και όχι από ανάγκη, πιστεύω πως καταφέραμε να το παρουσιάσουμε με έναν τρόπο που δεν είχε γίνει ως τώρα και είχε τόσο θετική ανταπόκριση με αποτέλεσμα να έχουμε σύντομα και μιμητές.
Στόχος μας ήταν να δείξουμε στον Έλληνα θεατή ότι ελληνικό σινεμά δεν είναι μόνο το ελληνικό weird wave και ο Λάνθιμος. Nα συγκεντρώσουμε το πολυβραβευμένο, συναρπαστικό, αλλά συχνά δυσεύρετο ελληνικό σινεμά σε ένα μέρος. Το ελληνικό σινεμά κάθε είδους, που έως τώρα δεν ήταν διαθέσιμο κάπου. Μία προς μία αναζητήσαμε όλες τις ελληνικές ταινίες των τελευταίων δεκαετιών που ξεχώρισαν και αγαπήθηκαν από το κοινό και την κριτική και κλείσαμε συμφωνίες γι’ αυτές. Φυσικά, σε αυτό βοήθησαν και οι Έλληνες δημιουργοί που πίστεψαν και στήριξαν την ιδέα. Φροντίζουμε να γνωρίζουμε τα πρότζεκτ των Ελλήνων δημιουργών και να είμαστε στο πλευρό τους σε όποιο στάδιο μας χρειαστούν.
Από το ξεκίνημα του Cinobo είμαστε παρόντες στα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, στις Κάννες, τη Βενετία και το Βερολίνο και σε άλλα τόσα, έστω και online. Φυσικά, παρακολουθούμε και τα ελληνικά φεστιβάλ. Το μεγάλο σινεμά, όμως, δεν αρχίζει και τελειώνει σε αυτά. Παρακολουθούμε πολύ περισσότερα, καθώς υπάρχουν σπουδαίοι δημιουργοί σήμερα που επιλέγουν να μη βουτήξουν στον μεγάλο ανταγωνισμό που μοιραία έχουν τα πιο δημοφιλή φεστιβάλ και παρουσιάζουν τη δουλειά τους αλλού. Γενικότερα, μέσα στη χρονιά φτάνει στα μάτια μας ένας πολύ μεγάλος όγκος ταινιών και η δουλειά μας είναι να επιλέξουμε τις καλύτερες. Φυσικά, πολλές φορές οι ταινίες που αναζητούμε δεν είναι καν ταινίες που φτάνουν σ’ εμάς μέσω της ροής αυτής. Πολλές φορές ξέρουμε το κάτι διαφορετικό που θέλουμε να προσφέρουμε στους συνδρομητές μας και κινούμε γη και ουρανό για να το βρούμε. Μπορεί να είναι κάτι iconic, κάτι ιστορικό, κάτι σπάνιο, ένα πολύ αγαπημένο μας φιλμ από τα παλιά.
Ένα πρώτο στοίχημα όταν ξεκινήσαμε ήταν οι πρώτες ταινίες του μόλις βραβευμένου τότε με τα Παράσιτα, Μπονγκ Τζουν-χο, που δεν είχαν κυκλοφορήσει ποτέ ξανά στην Ελλάδα, καθώς και η φιλμογραφία του Γουόνγκ Καρ Γουάι. Αργότερα, η δυνατότητα να φέρνουμε τις ταινίες που βραβεύονται τώρα στα μεγάλα φεστιβάλ, κάτι που έγινε πολύ γρήγορα με το Bad luck banging, το Titane, τις Ροδακινιές του Αλκαράς. Χαίρομαι, επίσης, που έχουμε αποκλειστικά την ελληνική ταινία-φαινόμενο της χρονιάς, τα Μαγνητικά Πεδία, αλλά χαίρομαι ακόμα περισσότερο για ταινίες όπως το Babyteeth ή τα Χελιδόνια της Καμπούλ που, αν δεν υπήρχε το Cinobo, δεν θα έφταναν ποτέ στον Έλληνα θεατή. Χαίρομαι για κάθε ταινία που έχουμε στην πλατφόρμα, γιατί έχει λόγο που βρίσκεται εκεί.
Kάθε χρονιά βγαίνουν πολλές νέες ταινίες οι οποίες αξίζει και πρέπει να φτάσουν στο κοινό. Πολλές από αυτές πιθανότατα να είχαν αγνοηθεί με τον τρόπο που λειτουργούσε ως τώρα η ελληνική κινηματογραφική διανομή ή και στη σημερινή πραγματικότητα να μην έβρισκαν χώρο στο ασφυκτικό πρόγραμμα των αιθουσών. Εμείς τροφοδοτούμε παράλληλα τους ελληνικούς κινηματογράφους με βραβευμένες ταινίες και δίνουμε το περιθώριο σε μικρότερα φεστιβαλικά διαμαντάκια να βρουν το κοινό τους μέσω της πλατφόρμας. Πρόκειται για δύο διαφορετικά είδη διανομής που συνυπάρχουν στη σημερινή πραγματικότητα και ο μόνος τρόπος για να μπορέσει κάθε ταινία να βρει το κοινό της. Έχουμε πολλές ανεξάρτητες αμερικανικές ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστούν χολιγουντιανοί σταρ, καθώς και επιλεγμένες κλασικές ταινίες, ευρέως γνωστές, που μοιάζουν στουντιακές, αντίστοιχου μπάτζετ και εμπορικής δυναμικής, με γνωστούς ηθοποιούς. Αλλά αν Χόλιγουντ θεωρούνται τα μεγάλα στούντιο με την υπογραφή της Disney, της Fox, της Paramount, της Universal, της Warner, όχι, δεν έχουμε ταινίες Χόλιγουντ. Δεν είναι και προτεραιότητα για εμάς, άλλωστε. Αυτά είναι κάτι που προσφέρουν όλες οι mainstream υπηρεσίες. Για εμάς εκεί είναι το ενδιαφέρον, να ανακαλύψουμε και να ξεχωρίσουμε το σινεμά που δεν ορίζεται από κανόνες στούντιο, το σινεμά που δεν μπαίνει σε πλαίσια, και να το φέρουμε στο κοινό με την υπογραφή τη δική μας, γιατί είναι ταινίες που αξίζει να δει.
Σε σχέση με την Criterion και το Mubi είμαστε πιο προσιτοί, πιο ακομπλεξάριστοι, λιγότερο ελίτ. Απευθυνόμαστε σε όποιον αγαπά το σινεμά, είτε αυτό είναι μια ανάλαφρη γαλλική ρομαντική κομεντί, είτε ένα ισπανικό θρίλερ, είτε ένα “ψαγμένο” και “δύσκολο” arthouse, είτε ένα masterpiece μεγάλου σκηνοθέτη. Το καλό σινεμά είναι αυτό που λέει καλές ιστορίες. Δεν χρειάζεται να είναι απαραίτητα κάποιου auteur για να μπει στο Cinobo. Αξιολογείται με κριτήριο πόσο θα το απολαύσει ο συνδρομητής και αν αξίζει το χρόνο του.
Μια ταινία που θέλαμε, αλλά δεν καταφέραμε να φέρουμε στο Cinobo, είναι η Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς του Οικονομίδη. Θέλαμε από την πρώτη στιγμή να τη φιλοξενήσουμε στο Cinobo, αλλά ήμασταν σε πολύ αρχικό στάδιο, με ελάχιστους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους. Εύχομαι να μπορέσουμε να δουλέψουμε με τον Οικονομίδη σε μελλοντικά πρότζεκτ. Είναι ένας σταθμός στο ελληνικό σινεμά».
«Έστω ότι δεν έχουμε δει καμία ταινία από όσες είναι διαθέσιμες στο Cinobo. Με ποιες τρεις ταινίες θα μας πρότεινες να ξεκινήσουμε;»
«Δύσκολη ερώτηση αν δεν ξέρω σε ποιον προτείνω! Υπηρέτρια, Babyteeth, Bacurau είναι αυτά που θα ήθελα να δω εγώ πρώτα, αν δεν πήγαινα σε classic masterpieces. Αν μιλάμε για iconic, τότε Ερωτική Επιθυμία, Παράσιτα, Αυτή η νύχτα μένει».
ΟΙ ΔΕΚΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΤΑΙΝΙΕΣ του Cinobo για το 2022 είναι (με τη σειρά) οι: Μαγνητικά Πεδία του Γιώργου Γούση, Παρίσι, 13ο Διαμέρισμα του Ζακ Οντιάρ, Full Time του Ερίκ Γκραβέλ, Αγέλη Προβάτων του Δημήτρη Κανελλόπουλου, Σημείο Βρασμού του Φίλιπ Μπαραντίνι, Πρόστιμο του Φωκίωνα Μπόγρη, Το κόλπο της νυφίτσας του Χουάν Χοσέ Καμπανέλα, Πράσινη Θάλασσα της Αγγελικής Αντωνίου, Η αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ του Δημήτρη Μπαβέλλα και Αγαπητή Λεά του Ζερόμ Μπονέλ.
Και η ταυτότητα των συνδρομητών του ανά ηλικιακές ομάδες: 18-24 – 9,33%, 25-34 – 16,32%, 35-44 – 26,28%, 45-54 – 21,93%, 55-64 – 15,12%, 65+ - 11,03%. Περίπου το 70% είναι σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και το 30% στις υπόλοιπες πόλεις, χωριά, λαγκάδια, νησιά της Ελλάδας.
Πηγή: lifo.gr/cinema