Απομεινάρια από χτεσινές ζωές, βίους ανεμόδαρτους, χαραμισμένες αγάπες, όλα του βρόντου και του χαμού, σαπίζουν εκείνα τα έμψυχα, τα κάποτε ζωοφόρα, τούτα τα σαθρά ενθυμήματα απ’ τα γκρέμια του βίου σας δε λεν να λιώσουν, να γίνουν σκόνη να μη στέκονται μπόδιο στο διάβα του. Να σου’ χει δοθεί κατηφόρος να διαβείς, να τσουλήσεις, να τρέξεις, να σμίξεις, να γίνεις ένα με τη μεγάλη αλμυρή μητέρα και να σου κάθονται στο λαιμό τούτες οι βρομιές.
Και λέει, άνθρωποι, ευλογημένοι άνθρωποι, εγώ σας έζησα και σας ζω, σε ειρήνη και πόλεμο, σε νηνεμία και σε φουρτούνες, σε μπερεκέτια και σε αναγκέματα, και σας πόνεσα και σας πονώ, εγώ είμαι ο πατριάρχης σας, ο πιο αρχαίος κάτοικος τούτου του τόπου που σας έλαχε, απ’ τον καιρό των βροντόσαυρων και των ελεφάντων, απ’ τον καιρό του Ιάσωνα και των κενταύρων, εγώ ξέρω με τί καρτερία, τί αγωνίες, τί αντοχές, βάσταξα τόσους τόνους μύθων και ιστορίας στις πλάτες μου, κι αυτές οι φτέρες οι φουντωτές που βλέπετε να φυτρώνουν παντού στις όχθες μου, κι έρχεστε κάθε άνοιξη και τις κορφολογάτε για να κάνετε τουρσιά και για να νοστιμίσετε την ομελέτα σας, απορώ κι εγώ, πώς επιμένουν να φυτρώνουν ακόμη, πώς παίρνουν ανάσα και αυγαταίνουν μέσα σε τόσο σκουπιδομάνι, μαζί με όλο τον θησαυρό από αγριόχορτα, λαχανίδες, ζόχια, παπαρούνες και καυκαλίθρες!
Κι αυτά τα ελεεινά κουφάρια, ακέραιοι ή σκόρπιοι σκελετοί που στέκονται καρφωμένα μεριές μεριές στην κοίτη μου, είναι ό, τι απόμεινε από κείνα τα τετράποδα που τα λέτε «χαϊβάνια» και «γομάρια» και «ζωντανά» και «ζα», που σας έκαναν τα έρμα όλα τα χατίρια, όλα εδώ μέσα στο κορμί μου τα παστώνετε, εδώ μέσα μου τα καλουπώνετε, αυτά που κάποτε με τα αλυχτίσματά τους σας φύλαγαν απ’ τον κλέφτη και σας έκαναν συντροφιά στη μοναξιά σας τη ζοφερή, σα τάιζαν τυρί και γάλα, σας όργωναν τα κακοτράχαλα χωράφια σας και σας έπαιρναν καβάλα για ιππασία ή για τη βοσκή. Τώρα πια από μένα τί ζητάτε, και πώς να σας αποκριθώ, μόνο πονώ και βρυχώμαι σπαρακτικά, που μου στερείτε τ’ οξυγόνο μου, και λίγο λίγο με στραγγίζετε και με μαραίνετε και με ξεραίνετε, κι έχω μια λύπη βαριά που ήρθε η ώρα και δε βολεί πια να σας ποτίζω και να σας θρέφω.
Καλή σας ώρα, χωριανοί, μα έφτασε ο καιρός της πλερωμής, που είναι η στιγμή της οδύνης, της στέρησης και της ασκήμιας, άμποτε, αργά είναι, μα έστω, και την στερνή στιγμή, απαλλάξτε με και δώστε μου ξανά την παλιά μου αναπνοή να ξαναγεννηθώ μαζί σας!