Παιδιά που θα έπρεπε να έχουν τελειώσει το εξατάξιο Δημοτικό, λόγω του Πολέμου είχαν ξεκινήσει αρκετά μεγάλα το Σχολείο. Έβλεπες, λοιπόν, κοτζάμ κρεμανταλάδες με έντονη τριχοφυΐα στο πανώχειλο και τα πόδια, να στριμώχνονται δίπλα σε λιλιπούτιους συμμαθητές, σε αίθουσες με ξύλινα θρανία που κάθονταν ανά τρεις και αθροίζονταν σε εξήντα και πλέον άτομα σε κάθε μία! Όταν χτυπούσε το κουδούνι η «κυρούλα», τα παιδιά έμπαιναν σε τριπλή σειρά έξω στο δρόμο αφού το Σχολείο δεν είχε αυλή, παρά μόνο μια στενή καγκελόφραχτη πρασιά ,με τη σάκα κρεμασμένη στον ώμο, η κρατημένη στο χέρι, φτιαγμένη συνήθως από χαρτόπανο και σπανίως δερμάτινη,ενώ στο άλλο χέρι βαστούσαν το «κουμάρι» κύπελλο αλουμινένιο ή εμαγιέ αλειφωτό. Η «κυρούλα» ανακάτευε, με μεγάλη βαθουλωτή κουτάλα στο κατάμαυρο καζάνι το ρόφημα! Αυτό ήταν γάλα σκόνη, που έστελναν στα Σχολεία σε βαρέλια από πεπιεσμένο χαρτόνι σφραγισμένα και που είχε περιμετρικά πάνω και κάτω δύο στεφάνια τσίγκινα. Το κονιοποιημένο γάλα, προσφορά της Αμερικάνικης βοήθειας, που είχε κολλημένο λογότυπο δύο χέρια σε χειραψία πάνω σε αυτά, απαιτούσε επιμελημένο ανακάτεμα για να λειώσει εντελώς, πάντοτε όμως έμεναν σφαιρίδια ανέπαφα . Έτσι όταν το ρουφούσες κάποια τρακάριζαν στα δόντια !Μαζί με το ρόφημα μοιραζόταν κίτρινο τυρί και βούτυρο σε τρίγωνα μικρά κομμάτια .Αυτό ερχόταν συσκευασμένο σε κονσέρβες μεταλλικές ωχροκίτρινες. Έτσι μια ώρα πρωτύτερα, δύο δάσκαλοι βοηθούσαν να τεμαχιστούν σε ίσα μερίδια .Όσα παιδιά δεν τα ήθελαν, αφού στην οικογένειά τους δεν έλειπε τυρί ή βούτυρο τα έδιναν σε φίλους τους που τα πήγαιναν σπίτι μετά το σχόλασμα μέσα στο κύπελλο του ροφήματος! Λίγο πριν να ακουστεί το κουδούνι για να συγκεντρωθούν, μια σφεντονιά, του Νικολάκη του Σάλτα, χτύπησε ένα πήλινο τσουκάλι από αυτά που είχε απλωμένα μπροστά στο κιόσκι της η εμπόρισσα, που ήταν στην άκρη της περιμετρικής Μαύρης Αγοράς, κοντά στο σημείο που ξεκίναγε το ρέμα της Τζαβέλα . Όταν το είδε ραγισμένο η κυρά Φραγκώ, αναζήτησε το δράστη. Ο ένοχος μυστακοφόρος μαθητής έσπρωξε μπροστά της τον μικρό Βαγγελάκη, μαθητή της Πρώτης. -Αυτός είναι! Αμέσως η κυρά Φραγκώ άρπαξε από το χέρι του μικρού το αλουμινένιο κουμάρι και είπε -Πήγαινε να φέρεις τη μάνα σου! Ο μικρός μυξοκλαίγοντας, γύρισε σπίτι και ορκίστηκε στη μάνα του πως αυτός δεν έφταιγε. Η κυρά Κούλα, με το γιό της από το χέρι κρατώντας, έφτασε στη Μαύρη Αγορά. Εκεί η Φραγκώ της είπε να πληρώσει το πήλινο σκεύος, αφού της έδειξε το ράγισμα! Όμως, η κυρά Κούλα, πήγε στην αρχή της Αγοράς που ήταν κι ένας άλλος έμπορος με τσουκάλια και αγόρασε ένα όμοιο. Κρατώντας το γύρισε, της το έδωσε και πήρε το ραγισμένο. Με το Βαγγελάκη πλάι της, σηκώνει το πήλινο και το κοπανάει μπροστά στην εμβρόντητη Φραγκώ, κάνοντάς το θρύψαλα και λέει -Μάζεψε τώρα τα κομμάτια, κι ας μην είναι δικά σου, πονηρόφατσα γυναίκα!
Ο ΛΑΚΚΟΣ 2 -
Ρε μαλάκα, ακόμα να ανοίξεις? Λέει φουρκισμένος ο Άγγελος στο Μανώλη. Ο τρίτος της παρέας, πιο πίσω, μουρμούρισε. - Σιγά να μη μπούμε, είσαστε κλανιάρηδες και οι δύο! - Τι λες μωρέ, γυρνά και λέει, ο Άγγελος, αφού είπαμε πως θα προχωρήσουμε μέσα! Οι τρεις πιτσιρικάδες, ηλικίας γύρω στα δέκα, βαρέθηκαν τα συνηθισμένα τους παιχνίδια όλο το απόγευμα που ήταν πιατάκια, χαρτάκια με μπαλαδόρους καθώς και καπετάνιο, αποφάσισαν κάτι άλλο να κάνουν δηλαδή να τρυπώσουν στο μοναδικό υπόγειο της γειτονιάς. Αυτό βρισκόταν κάτω από το προπολεμικό κτίσμα του παλαιού λεμονατζίδικου, που τώρα στο ισόγειο λειτουργούσε ένα μικρό γυαλάδικο. Εκεί μέσα, έλειωναν σε καμίνι, διάφανα σπασμένα μπουκάλια και έφτιαχναν καράφες για νερό ή κρασί φυσώντας τη μπάλλα του πυρακτωμένου γυαλιού με μακριούς ίσαμε μέτρο κούφιους σωλήνες . Τα θραύσματα γυαλιού που δεν ήταν διάφανα, ξεχωρίζονταν κατά χρώμα αποτελώντας υλικό για φωτιστικά καθώς και διακοσμητικά μικροαντικείμενα Οι τρεις νεαροί, φανατικοί αναγνώστες φυλλαδίων με περιπέτειες, όπως Γκαούρ- Ταρζάν, Υπεράνθρωπος και Μικρός Ήρως, σκέφτηκαν να αποδείξουν την ανδρεία τους εισβάλλοντας στο σκοτεινό υπόγειο! Μια σκουριασμένη καγκελωτή πόρτα κλειστή με κομμάτι σύρμα οικοδομής βρισκόταν στο τέλος των τσιμεντένιων σκαλοπατιών. Αφού διαπίστωσαν πως οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές, δρόμος ήσυχος και σκοτεινιά, κατέβηκαν τα λίγα σκαλιά μέχρι τη σιδερόπορτα. Όταν κατάφεραν να βγάλουν το σύρμα και να απασφαλίσουν την καγκελόπορτα, τσίγκλαγε ο ένας τον άλλο να μπει, κανένας όμως δεν το αποφάσιζε για μόνος. Έτσι κατάληξαν να ξεκινήσουν αγκαλιαστά και οι τρεις για το σκοτεινό βάθος του υπόγειου χώρου! Μετά όμως από πέντε μέτρα οι δύο Άγγελος και Μανώλης, υποχώρησαν αφήνοντας τον τρίτο, τον Δημητράκη, να βαδίζει μόνος του. Ο μικρός προχωρούσε άδοντας τα “χριστιανόπουλα” και εκεί στην κορύφωση του άσματος ,το δάπεδο υποχώρησε και ο Δημητράκης βρέθηκε στο κενό και μετά τον αγκάλιασε μια υδάτινη μάζα! Μια σκέψη εγκατάλειψης, κυριάρχησε προς στιγμή στο μυαλό του, έως την ώρα που το νερό τον ανέβασε επάνω. Για καλή του τύχη, η επιφάνεια ήταν κοντά στο χείλος του λάκκου, έτσι αρπάχτηκε από τις μαλτεζόπλακες που ήταν στρωμένο το δάπεδο του υπογείου, αλλά δεν μπορούσε να σκαρφαλώσει. -Βοήθεια, ακούστηκε ξεψυχισμένα η φωνή του στα αυτιά των δύο φίλων του. Αυτοί πανικοβλημένοι ανέβηκαν αστραπιαία τα σκαλιά φωνάζοντας να τρέξουν οι γυαλάδες! Ο Δημητράκης, ούτε που είδε το σχοινί που κατέβασαν για να πιαστεί, τότε ο ένας από τους εργάτες, γονάτισε και απλώνοντας το χέρι του άρπαξε το δεξί του μικρού και τον τράβηξε έξω. Βρεγμένος παγωμένος και κλαίγοντας ανάμεσα στους δύο φίλους που τον κρατούσαν, έφτασαν μέχρι την αυλόπορτα του σπιτιού του Δημητράκη όπου και τον παρέδωσαν στη μάνα του! Την άλλη μέρα στο σχολείο, ρωτούσαν να μάθουν τη συνέχεια. -Τι να σας πω, τους λέει, τέτοιο ξύλο είχα να φάω από τότε που ματώθηκα στο κούτελο, με το κουτί κονσέρβας που ξέφυγε λοξά από το λακκουβάκι που «έβραζε» η ασετιλίνη!
Η φωτογραφία είναι της Βούλας Παπαϊωάννου