Τρελαινόμουν για τη ροζακιά, μπορούσα να τρώω ολημερίς αλλά περισσότερο περίμενα τα τελευταία σταφύλια της χρονιάς, τα καμπανάρια- με τις μικρές σκληρές ρόγες, κατακίτρινες κι ολόγλυκες.
Παρατηρούσα τα ηλικιωμένα δουλεμένα χέρια και τις ζάρες των μετώπων, αδιανόητο ότι θα τα αποκτούσα κάποτε. Δίπλα στα πόδια τους που σκεπάζονταν καλά με μακριές ποδιές, άφηναν οι άντρες τα πλεχτά καλαμένια κοφίνια έτσι όπως έφταναν από το κτήμα με τα τρυγημένα κλήματα, γεμάτα ξέχειλα με τα σταφύλια. Παλιά τα μετέφεραν με τα ζώα, αργότερα τα φόρτωναν στην καρότσα της μηχανής κι έτσι γινόταν πιο γρήγορα και εύκολα η δουλειά. Την ψηλή σταχτιά γαϊδούρα μας την λυπόμουν φορτωμένη ﮲ την αγαπούσα γιατί πάνω σ΄ αυτήν πήγαμε για τα πρώτα μας μπάνια στη θάλασσα.
Από" θέρο" δεν ήξερα αλλά "τρύγο πόλεμο" έβλεπα μπρος μου. Συλλογική η δουλειά με τους δουλευτές συμμάχους ενάντια στο χρόνο και στον καιρό.
Φόρτωναν, λοιπόν, οι άντρες στο χτήμα τα κοφίνια που γέμιζαν συνεχώς οι τρυγητές και κάποιο παιδί πεζό οδηγούσε το ζώο στ' αλώνια. Εκεί το ξεφόρτωναν αμέσως, έπινε νερό και ξανά πίσω στο χτήμα, αυτή τη φορά με αδειανά κοφίνια και τον οδηγό πάνω στο σαμάρι. Τα καθαρισμένα σταφύλια τα έριχναν οι γυναίκες σε τσίγκινα τώρα κοφίνια. Είχαν ένα παράξενο σκούρο γκρίζο χρώμα με μπλε-μολυβένια απόχρωση και δυο μαύρα γυαλιστερά χερούλια. Ολόγυρα στην περιφέρεια και στον πάτο τους είχαν τρύπες καλοφτιαγμένες. Τα σήκωναν απ' τα χερούλια οι βουτηχτάδες, τα βουτούσαν στην ποτάσα για λίγο κι έπειτα τα ακουμπούσαν σε ένα κεκλιμένο επίπεδο για να στραγγίσουν. Μια περίεργη μυρωδιά σ΄ έπιανε στη μύτη από το ανακάτεμα του σταφυλιού με το καυστικό υγρό. Μετά αφού φόρτωναν δυο δυο μαζί τα κοφίνια στο καρότσι, τα μετέφεραν στ' αλώνια ή στα στέγαστρα, τις σκιές, για να τ΄ απλώσουν οι γυναίκες. Τότε δεν είχα διαβάσει τον ποιητή Κ. Γ. Παπαγεωργίου που έγραφε περίπου την ίδια εποχή "Τη θλίψη μας απλώνουμε κατάντικρυ στον ήλιο/ 'Οπως απλώναμε μέχρι τα χτες σταφίδα/ Μη να και τη γλυκάνουμε" *
Η χειρότερη δουλειά για τις γυναίκες καθώς έκαιγε το λιοπύρι, νταλαμεσήμερο, με ψάθινα καπέλα πάνω στα μαντηλοφορεμένα κεφάλια, με μια ποδιά δεμένη στη μέση, βρώμικη, μουσκεμένη πάνω απ' την τσίτινη ρόμπα﮲ άπλωναν τακτικά και γρήγορα τα τσαμπιά στα αλώνια. Αράδιαζαν τα σταφύλια σωστά, ούτε πολύ κοντά ούτε αραιά πάνω στο χωμάτινο αλώνι που αργότερα έγινε τσιμεντένιο.
Η βρώμα είχε μια γλυκόξινη οσμή και γεύση, μια μαυρίλα γκριζωπή στα χέρια , στα ρούχα, παντού. Κόλλαγες από τη γλύκα του χρυσοκίτρινου σταφυλιού. Σφήκες, μέλισσες, σερσέγκια βούιζαν συνεχώς γύρω μας. Όμως δεν τα φοβόμασταν κι αν τσιμπιόταν κανείς, λόγος δε γινόταν, λίγο ξύδι μοναχά κι αν υπήρχε κι αυτό - που συνήθως υπήρχε για τις φακές. Η κούραση ήταν μεγάλη ιδίως για τη μέση των γυναικών, όλες υπέφεραν σιγανά και ταπεινά. Όταν όμως είσαι στα δεκαοχτώ σου και υποψήφια φοιτήτρια, σκέφτεσαι ότι αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ. Στο τελείωμα του τρύγου πετάς τα γάντια και δηλώνεις αποφασιστικά στην μικρή σου ξαδέλφη εγώ ξεμπέρδεψα με αυτό, κοίτα εσύ τι θα κάνεις.
Βάσανο ο φόβος της βροχής. Έπρεπε με την παραμικρή συννεφιά να συρθούν τα πανιά πάνω στο ξύλινο καδρόνι που υπήρχε κατά μήκος κάθε αλωνιού ακριβώς στη μέση, στηριγμένο σε στύλους, ύψους ενός μέτρου περίπου, μπηγμένους στο χώμα. Μετά να δεθούν καλά τα πανιά στις τέσσερις γωνίες του αλωνιού πάνω σε χοντρά παλούκια και να μπουν οι συρμάτινες ροδέλες - χαρδαβέλες - που κρέμονταν στις μακριές πλευρές των πανιών σε άλλα μικρότερα παλούκια που ήταν στη σειρά κατά μήκος του αλωνιού. Έτσι κρατιόταν το πανί τεντωμένο για να κυλάει έξω το νερό της βροχής. Στο κάλεσμα αυτό της ανάγκης έτρεχαν όλοι μικροί μεγάλοι κι όταν το κακό το προλαβαίναμε, μεγάλη η ανακούφιση.
Θέλαμε να έχει καθαρή νυχτιά, ουρανό με αστέρια και φεγγάρι. Ξαστεριά , να μη βρέξει, προς Θεού, την ανάστερη νύχτα φοβόμασταν. Ο χρόνος αμνημόνευτος στεκόταν ψηλά, πάνω από τον ουρανό αλλά δεν το ξέραμε. Τώρα η καρδιά με τη δική της μνήμη κουβαλάει αυτόν τον τόπο σαν το σώμα μας που το κουβαλάμε μέχρι τέλους.
Το διήγημα αυτό είναι ένα από τα 7+1 διηγήματα για τον Σεπτέμβριο, που δημοσίευσε το culture book. Πρόκειται για ένα δίκτυο 7+1 διηγημάτων με ποικίλη θεματική, έκταση και τεχνοτροπία από πεζογράφους που έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη χρονολογικά παρουσία στο πεδίο της αφήγησης. Στόχος μας είναι να αποτυπώνεται όλη η ποικιλομορφία της πεζογραφικής μας έκφρασης, όλες οι γενιές, κάθε δημιουργός που αφήνει με το προσωπικό του ύφος μία πολύτιμη ψηφίδα στο παλίμψηστο της ελληνικής λογοτεχνίας. Δημοσιεύουμε διηγήματα, κάθε μήνα, μεγαλύτερα ή μικρότερα, μεγαλύτερων σε ηλικία συγγραφέων και νεωτέρων, με συχνότερη -ή και όχι- εκδοτική παρουσία διαμορφώνοντας το ιδιαίτερο, δικό μας, διηγηματικό Δίκτυο.
Πατώντας culturebook.gr/grafeio-pezografias θα εμφανιστεί ολόκληρο το δημοσίευμα που αναρτήθηκε στις 25.9 με τον τίτλο «7 + 1 διηγήματα για τον Σεπτέμβριο του 2022 στο Culture Book»