Ένα δεύτερο κριτήριο κάθε πολίτη για την οικονομική κατάσταση μιας χώρας είναι αν οι δημόσιοι θεσμοί καλύπτουν και ποσοτικά και ποιοτικά τις βασικές ανάγκες του. Αν δηλαδή η χρηματοδότηση της παιδείας, της υγείας, των συγκοινωνιών, της αστυνομίας, της αυτοδιοίκησης, κ.λπ είναι μεγάλη και καλά σχεδιασμένη έτσι ώστε τα λεφτά να πιάνουν τόπο. Αυτονόητη συνέπεια σ'αυτήν την περίπτωση είναι ο πολίτης να μην νιώθει την ανάγκη να καταφύγει σε ιδιωτικούς φορείς για να λάβει τις υπηρεσίες που έχει ανάγκη και τις θεωρεί καλές. Κι αυτό το μεταφράζει ότι τα οικονομικά της χώρας και η διαχείρισή τους από το πολιτικό προσωπικό είναι ικανοποιητική. Διαφορετικά αναζητά λύσεις σε ένα συνδυασμό προσωπικών και συλλογικών επιλογών.
Ένα από τα τελευταία κριτήρια κάθε πολίτη που δίνουν μια εις βάθος εικόνα για την οικονομική κατάσταση της χώρας του είναι το ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν). Οι πολίτες που νοιάζονται για τέτοια θέματα είναι ένα ζήτημα γιατί συνήθως είναι πολύ λιγότεροι απ'αυτούς που γενικά κι αφηρημένα κάτι έχει πάρει τ'αφτί τους για τον παράγοντα του ΑΕΠ. Παράγοντας, που πόσοι άραγε γνωρίζουν ότι όσο πιο μεγάλο είναι τόσο καλύτερη θα'ναι η οικονομική κατάσταση της χώρας και άρα και η δική τους, όχι πάντως σε ευθεία αναλογία προς όλους. Συνήθως οι ευνοημένοι παίρνουν μεγαλύτερα μερίδια της αύξησης. Όμως όλα τα πράματα μέσα στις σύγχρονες κοινωνίες που ζούμε, κοινωνίες που προσδιορίζονται από πολλούς φανερούς και αφανείς παράγοντες, δεν είναι πάντα μίας ανάγνωσης.
Το ΑΕΠ ανακοίνωσε πρόσφατα η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία αυξήθηκε το α' εξάμνηνο κατά 7,8% όταν η αντίστοιχη αύξηση για τη Γερμανία ήταν στο 1.5%. Οι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί για την όντως μεγάλη αυτή αύξηση ήταν αναμενόμενοι. Δικαιολογημένοι όμως ήταν;
Όχι, υποστηρίζει ο αρθρογράφος Κώστας Καλλίτσης που έχει μία γνώμη απ'αυτές που και κατανοητές είναι και πειστικές είναι και τον διάλογο ευνοούν.
Μετά το κρατικό ΑΕΠ.
Η αύξηση αυτή είναι φανερό ότι ήταν χορηγία του κράτους. Το ΑΕΠ, από τα 165 δισ. το 2020 ανέβηκε στα 183 δισ. πέρυσι και φέτος προβλέπεται να φθάσει περίπου στα 205 δισ., ήτοι στα επίπεδα που ήταν προ 10ετίας. Για να αυξηθεί από τα 165 δισ. στα 200 δισ., το κράτος μοίρασε τα δύο τελευταία χρόνια άνω των 56 δισ. ευρώ με τη μορφή παροχών, ενισχύσεων και επιδομάτων. Η αύξηση του ΑΕΠ τροφοδοτείται από το κρατικό λεφτόδεντρο, μεγάλοι χορηγοί οι φορολογούμενοι.
Βεβαίως, η ισχυρή κρατική παρέμβαση και στήριξη ήταν αναγκαίες, γιατί χωρίς αυτές δεν γινόταν να απαλυνθούν η κρίση πανδημίας και η ενεργειακή κρίση – όπως, άλλωστε, έγινε και γίνεται σε όλο τον κόσμο. Και η Ελλάδα ανέβηκε στο βάθρο των πρωταθλητών με κριτήριο το ύψος της κρατικής στήριξης. Πολλά, όμως, δισ. διανεμήθηκαν με κριτήρια πελατειακά – ούτε αναπτυξιακά ούτε δίκαια. Και κατέληξαν να γίνουν ιδιωτικές καταθέσεις, ακίνητα κι ακριβά αυτοκίνητα «φτωχών» φοροφυγάδων με πολυτελή διαβίωση. Η φύρα, λοιπόν, ήταν αδικαιολόγητα μεγάλη – δεύτερο.
Τρίτο, δεν υπήρξε έγνοια για μια παράλληλη γενική κατεύθυνση της κρατικής στήριξης, όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες: προς την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης και της παραγωγικότητας της οικονομίας. Κι όπως προκύπτει από τις αναλύσεις της Εθνικής Τράπεζας, η αύξηση του ΑΕΠ σχεδόν στο σύνολό της οφείλεται στην αύξηση της κατανάλωσης και μόνο. Κρατικά λεφτά, ιδιωτική κατανάλωση και οικοδομή στον ρόλο της ατμομηχανής της οικονομίας – όλα, λες και ήταν χθες.
Μια σύγκριση: στα σκληρά χρόνια 2010-2019, η αντιμετώπιση της κρίσης συνδέθηκε με πολιτικές ακραίας λιτότητας. Τα τελευταία χρόνια, με αρχή την πανδημία, η αντιμετώπιση της κρίσης συνδέθηκε με οριζόντιες παροχές. Στα σκληρά χρόνια, παρότι κάθε άλλο παρά προσφέρονταν οι συνθήκες, έγιναν πολλές μεταρρυθμίσεις – άλλες άφησαν αναπτυξιακό αποτύπωμα, άλλες άφησαν απλώς ερείπια. Τα τελευταία χρόνια, αντιθέτως, όχι μόνο δεν έγιναν υπερώριμες μεταρρυθμίσεις, αλλά (μετά τις τελετές για την έκθεση Πισσαρίδη – Βέττα…) σταμάτησε ακόμη κι η συζήτηση για μεταρρυθμίσεις – δεν έλειψαν και κάποια βήματα πίσω. Αλλά η διανομή επιδομάτων γενικώς, σε κενό οιασδήποτε σοβαρής μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, συνιστά μια κάποια άξια λόγου οικονομική πολιτική; Οχι, ισχυρίζομαι.
Πρώτο, στ’ αλήθεια, συνιστά μια βαθιά συντηρητική πολιτική. Αν μοιράζεις παροχές κι επιδόματα και αποφεύγεις τις μεταρρυθμίσεις, το αποτέλεσμα είναι να απαλύνεις τις αρνητικές συνέπειες του μοντέλου παρασιτικού καπιταλισμού και να το παρατείνεις, προς όφελος όσων έχουν καλομάθει να κερδίζουν και να ευημερούν στο τέλμα του.
Δεύτερο, όλοι οι διεθνείς οργανισμοί συστήνουν να αφεθούν οι οικονομικά ισχυρότεροι να απορροφήσουν τα κόστη της ακρίβειας, ώστε να μείνουν πόροι για να ανακουφιστούν οι οικονομικά ευάλωτοι, χωρίς να ανατιναχθούν τα δημόσια οικονομικά. Καθ’ ημάς –προεκλογικά– κάτι τέτοιο απορρίπτεται, πιέζονται τα δημόσια οικονομικά, πιέζονται ακόμη περισσότερο τα ευάλωτα νοικοκυριά – η Ελλάδα είναι στην τρίτη χειρότερη θέση στην Ευρώπη με κριτήριο τον κίνδυνο φτώχειας και αποκλεισμού.
Τρίτο, μετά τις εκλογές είναι βέβαιο ότι η όποια κυβέρνηση θα βρεθεί στην ανάγκη να περικόψει δαπάνες, σε χρόνο μάλιστα που οι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης προβλέπεται ότι θα βαίνουν αισθητά μειούμενοι –άλλωστε, η ελληνική οικονομία χωρίς μεταρρυθμίσεις δεν έχει διατηρήσιμη δυναμική μεγέθυνσης. Ισως αυτό, το τρίτο, είναι το πιο σοβαρό. Εφόσον συνεχίσουμε με τον ίδιο βηματισμό, από σήμερα επωάζονται κίνδυνοι κοινωνικών αναστατώσεων και φαινομένων αστάθειας σε βραχύ χρονικό ορίζοντα – μετά τις εκλογές. Στις οποίες η κυβέρνηση πηγαίνει με κεντρικό σύνθημα τη διασφάλιση της σταθερότητας…
Πηγή: kathimerini.gr/opinion
Η ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ: ΕΔΩ