Ακολουθούν το 5ο και το 6ο.
5ο) Ο ήλιος, της Ελιάνας Χουρμουζιάδου
Ο ήλιος θα ανατείλει στις 6.06. Τους είπα να έρθουν στις έξι παρά δέκα. Προλαβαίνεις να σκουπίσεις και να σφουγγαρίσεις, αλλά μη ρίξεις νερό με το λάστιχο. Δεν θα στεγνώσει ποτέ, κι εγώ θέλω να τοποθετήσω τα στρωματάκια από πριν, για να μην καθυστερήσουμε. Το μάθημα πρέπει να γίνει με την ανατολή, αλλιώς δεν έχει νόημα».
Ενώ της δίνει οδηγίες, ρουφά με το καλαμάκι το παγωμένο τσάι της από το μπουκάλι. Φοράει κολάν μέχρι τα γόνατα και εφαρμοστό φανελάκι. Τα μαλλιά της τα έχει μαζεμένα αλογοουρά. Λέει ότι είναι δασκάλα της γιόγκα. Δουλεύουν και οι δύο στο ξενοδοχείο, αλλά η δασκάλα πληρώνεται καλύτερα κι ας κάνει μισής μέρας δουλειά.
«Πώς σε λένε, είπαμε;»
«Τάνια» απαντά και πιάνει τη σκούπα. Δεν καλοβλέπει στο σκοτάδι, όμως σκουπίζει μεθοδικά. Σε λίγο θα ξημερώσει κι ένας ήλιος που τυφλώνει θα ανεβεί στον ουρανό, καυτός, ανυπόφορος σαν τον χθεσινό. Κάτω στον όρμο, η θάλασσα καθρέφτης ώς τη γραμμή του ορίζοντα. Ησυχία παντού, το νησί κοιμάται ακόμα.
«Συγγνώμη που σε έφερα εδώ αξημέρωτα, αλλά αν είχες σφουγγαρίσει χθες βράδυ, η βεράντα θα είχε γίνει χάλια με τον αέρα. Από πού είσαι, Τάνια;»
«Ουκρανία».
«Αλήθεια; Εχεις οικογένεια εκεί;»
Σιωπηλή η Τάνια κάνει ένα νεύμα ενώ σκουπίζει κι έπειτα λέει: «Είμαι δεκαεφτά χρόνια στην Ελλάδα».
«Τουλάχιστον εδώ δεν γίνεται πόλεμος. Προς το παρόν, τουλάχιστον. Οπου στεγνώνει θα βάζω στρωματάκια, για να κερδίζουμε χρόνο» λέει η δασκάλα.
Η Τάνια έχει τελειώσει με το σκούπισμα ύστερα από λίγο. Γεμίζει τον κουβά με το λάστιχο και πιάνει τη σφουγγαρίστρα. Θα ήθελε ίσως να πει ότι δεν μπορεί να γίνει καλό σφουγγάρισμα όταν βιάζεσαι, αλλά εδώ πρέπει να στύβεις τον χρόνο μέχρι να στάξει και το τελευταίο δευτερόλεπτο. Ποιος αέρας; Φύλλο δεν κουνιέται. Η άλλη έχει αφήσει σε μια άκρη της βεράντας το αναψυκτικό της. Κρατά ήδη στην αγκαλιά της τρία στρώματα τυλιγμένα ρολό και ξαναρωτά: «Ωστε δεν έχεις οικογένεια εκεί;»
«Εκεί». Αυτή η λεξούλα. Τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει τις εικόνες να εισβάλουν σε αυτή τη μέρα που δεν ξημέρωσε ακόμα. Μισό σπίτι έχει μείνει, το πάτωμα είναι γεμάτο σοβάδες από τους τοίχους. Κάτω από τους σοβάδες σπασμένα έπιπλα κι όλα τα πράγματα της μητέρας της. Το υπόλοιπο σπίτι δεν υπάρχει. Ετσι της είπε κάποιος που το είδε, πριν εγκαταλείψει το χωριό. Πύραυλος ή οβίδα; Δεν ξέρουν.
Η Τάνια έχει ιδρώσει. Δεν φοράει στενά ρούχα, επειδή νιώθει ότι κολλάνε πάνω της και τη βαραίνουν. Να τελειώνει, προφανώς το μόνο που σκέφτεται. Να πάει στις άλλες δουλειές της, σκούπισμα στη ρεσεψιόν, καθαριότητα στα δωμάτια, εκεί όπου μπορεί να είναι μόνη και να ακούει στο κινητό ειδήσεις από το YouTube. Ισως δεν θέλει να σκέφτεται το μέλλον, αλλά πρέπει. Κάποτε θα το αποδεχτεί: παντού βλέπεις τον ήλιο να ανατέλλει, όμως λίγα είναι τα μέρη όπου μπορείς να καθίσεις άφοβα σε μια σκιά και να πιεις παγωμένο τσάι.
«Είχα μητέρα και θεία» λέει και στύβει τη σφουγγαρίστρα με δύναμη.
«Εφυγαν;»
Η Τάνια σφουγγαρίζει. Η δασκάλα μένει στο ίδιο σημείο και την ακολουθεί με το βλέμμα. Το χρώμα του ουρανού παίρνει να ξανοίγει. Σε λίγο η βεράντα είναι έτοιμη, η ώρα έξι παρά είκοσι.
«Οι δικοί σου έφυγαν;» ξαναρωτάει τότε.
Η Τάνια τής γυρίζει την πλάτη, πάει να αδειάσει το βρόμικο νερό μακριά, στο γκαζόν. Επιστρέφει με τον άδειο κουβά, η άλλη στέκεται στην ίδια θέση. Η Τάνια ίσως θέλει να της πει: «Θα καθίσω στον ήλιο μέχρι να γίνω στάχτη», τελικά όμως λέει: «Είναι τέσσερις μέρες κάτω από τα ερείπια του σπιτιού».
Η δασκάλα ακουμπά τα στρώματα στο υγρό δάπεδο. Φέρνει τα χέρια στα μάγουλά της.
Η Τάνια κοιτά με θολά μάτια πέρα μακριά. «Κάποιες έρχονται» της λέει. «Να σε βοηθήσω με τα στρώματα;»
Εκείνη κουνά αρνητικά το κεφάλι και την αρπάζει από τον καρπό: «Δεν θέλεις να πας πίσω;»
Η Τάνια τραβά μαλακά το χέρι της, πηγαίνει στη βρύση, βγάζει το λάστιχο και το κάνει κουλούρα που την περνά στο μπράτσο της, μαζεύει κουβά, σκούπα και σφουγγαρίστρα.
«Κανείς δεν γυρίζει εκεί» της λέει και φεύγει προς το ξενοδοχείο.
Τελευταίο βιβλίο της Ελιάνας Χουρμουζιάδου είναι το μυθιστόρημα «Μια τελευταία επιστολή αγάπης» (Πατάκης, 2022)
Καλοκαίρι, του Τάκη Καμπύλη
Πόσες ώρες κοιτάω τη γαμωαράχνη; Ανεβαίνει στον αέρα, στη γωνία ανάμεσα στους δύο τοίχους, σε δίχτυα που μόνο εκείνη βλέπει. Και μετά, αυτά που-μόνο-εκείνη-βλέπει, σε γραπώνουνε.
Ιδια η Σάσα. Καριόλες, αράχνη και γυναίκα.
Την αράχνη την έχω από την αρχή της άνοιξης, τη Σάσα πολύ περισσότερο, μπορεί να την είχα και δέκα χρόνια. Δεν της έχω δώσει όνομα, το πακιστάνι δίπλα έχει κι αυτός μία, κι αυτή χωρίς όνομα. Τι να το κάνεις το όνομα σε μία αράχνη; Σιγά μη σ’ ακούει. Κι η Σάσα που είχε όνομα σιγά μην μ’ άκουγε.
Αρπάχτηκα προχτές με το πακιστάνι, στο προαύλιο. Ακου τι μου ’πε ο μαλάκας: «Κι αν είναι αγόρι;» Η αράχνη μου, ρε, του φώναξα, είναι γκόμενα με ένα πράμα να, παγίδα για όποιον αράχνη περάσει! Κωλομπινέδες πακιστάνια…
Είμαι κύριος απέναντί της. Προσέχω πού πατάω, δεν πετάω πια το φαγητό στον τοίχο και πάντα ρίχνω στις γωνίες λίγες σταγόνες νερό. Κι αυτή δείχνει να το εκτιμάει, έχει στολίσει ολούθε με τα δίχτυα της. Τι να πιάσει δεν καταλαβαίνω, εδώ μέσα τα μόνα που στριφογυρίζουν είναι εφιάλτες και ζέχνουν, τι να φας από δαύτους;
Λες, ρε, να ζούσε από τους εφιάλτες; Να ήταν το βίτσιο της; Της το ’λεγα: «Σάσα, εκεί που κολυμπάς είναι εκεί που φοβάμαι». Αλλά αυτή δεν άκουγε. Την έπεφτε σ’ όποιον κατουρούσε όρθιος. Και να πεις ότι δεν με ήξερε; Με είχε σπουδάσει, η σφαλιάρα έπεφτε όταν έπρεπε.
Εχουν στραβώσει εδώ μέσα με τον πόλεμο. Προχτές ακούστηκε ότι δύο Ρώσοι κανόνισαν έναν Ουκρανό. Μαλακίες, έτσι θα τον βάφτισαν για τις ανάγκες τους.
Και τι να πεις ρε σε μία αράχνη για τον πόλεμο; Γιατί, στη Σάσα τι θα έλεγα; Λες και θα την ένοιαζε. Αν είχε όμως ξεφύγει καμία τρίχα στο πράμα της, τι Ρωσία και τι Ουκρανία… Ηταν κοκέτα η Σάσα μου, γυαλί το ’χε. Αλλά δεν άκουγε, τα ’παμε.
Καλοκαιριάζει και οι φύλακες παίρνουν άδειες, άσχημο αυτό για μας. Η δουλειά μοιράζεται σε λιγότερους, τα νεύρα περισσεύουν και πού θα ξεσπάσουν; Πάνω μας. Προχτές ακούστηκε ότι σάπισαν στο ξύλο έναν Αλβανό γιατί τους στραβοκοίταξε. Πού να έρθει και Δεκαπενταύγουστος.
Τις προάλλες δεν κρατήθηκα. Την παρακολούθησα, ε ναι, δεν βάζω μυαλό. Σύρθηκα σαν μαλάκας στο τσιμέντο, μέχρι τη γωνία στην πόρτα. Αν με ’βλεπε από μια μεριά το πακιστάνι…
Στάθηκα τυχερός. Μια σταλιά είναι, με τριχωτά ποδαράκια, σαν κάτι καθολικές καλόγριες. Μου ’χε πει γι’ αυτές η Σάσα μου, ότι δεν ξυρίζουν ούτε πόδια ούτε μασχάλες. Ηξερε πράγματα να σε τρελάνει η Σάσα μου, μόνο να με κουμαντάρει δεν ήξερε.
Αραγε να ημερώνονται οι αράχνες; Ή μόνο όσο χρειάζεται για να τα βολέψουν, όπως κι οι άνθρωποι;
Δεν έχω κλείσει χρόνο και σκέφτομαι μαλακίες, ε; Ολοι εδώ μέσα, η μαλακία είναι σαν αποκούμπι, παίζεις σ’ όποια ταινία θέλεις.
Το πρωί άκουσα το πακιστάνι να λέει στον διπλανό του ότι τη ζηλεύω σαν να ’ναι γυναίκα, μίλαγε για την αράχνη μου ο κόπανος. Κρατήθηκα, τι να κάνω; Μόνο μ’ αυτόν έχω τρεις κουβέντες, με κανέναν άλλο.
Εντάξει, του χρωστάω κιόλας. Οταν πήγαν να με ζορίσουν, στην αρχή που με ’φεραν, έβαλε πλάτη το πακιστάνι. Το σέβονται πολύ εδώ μέσα και δεν του φαίνεται, μια πιθαμή είναι. Αλλά βλέπεις, είναι ο παλιότερος, σαν αρχαίος, αυτός κι αν έχει δει πόλεμους.
Πάντως, αν θες τη γνώμη μου, έχει χαζέψει λίγο. Τις προάλλες που τον ρώτησα τι νεότερο άκουσε για τον πόλεμο έβαλε κάτι γέλια ασταμάτητα, ώρες σου λέω, μέχρι το ξημέρωμα άκουγα το γέλιο του, σαν βήχας κάποιου που πνίγεται.
Ή που τον στραγγαλίζουν. Α, ρε Σάσα…
Μαζί μου ξενύχτησε και η αράχνη μου. Ή δεν κοιμάται καθόλου;
Πόσο να ζουν οι αράχνες; Πόσες αράχνες χωράνε στα ισόβια;
Α ρε Σάσα, με ’βαλες στον πόλεμο. Και τι κατάλαβες; Εκεί στο χώμα είναι καλύτερα; Ποιος τη θέλει τέτοια ειρήνη;
Μόνο να μ’ άκουγες. Τι σου ζήτησα; Εδώ τρως και πίνεις!
Να μην ξεχάσω να ρίξω λίγο νερό στις γωνίες για την αράχνη μου. Καλοκαιριάζει επικίνδυνα…
Τελευταίο βιβλίο του Τ. Καμπύλη είναι η νουβέλα «Γενικά συμπτώματα» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2021)