Του άνοιξε την κοιλιά και του 'τρώγε τα σπλάχνα αργά με δυνατές τσιμπιές κι ανάμεσα τους έκρωζε μια κοφτή κραυγούλα σιγανή, σαν αγκομαχητό ηδονικό, θλιμμένο και χαρούμενο μαζί, μοχθηρό κι ικανοποιημένο. Δίπλα του τ' άλλα περιστέρια, καμμιά δεκαριά, τσιμπολογούσαν στα χαλίκια αδιάφορα.
Ανέβαινε σιγά-σιγά ο ήλιος, τα μάζευα κι εγώ να φύγω.
Πλήθαινε ο κόσμος γύρω, ομπρέλες, καθισματάκια φορητά, ραδιοφωνάκια, κινητά, κουβέντες, γελάκια, πλαστικά, μυρίσε η παραλία τεχνητά αρώματα, κρέμες, αντιηλιακά, ζεστό πολύχρωμο καλοκαιράκι, μπανάκια λαϊκά.