Η θάλασσα πιάτο
Μίλησα χθες με τον θειο σου. Είχα ανέβει Αθήνα για κάτι διαδικαστικά και πέρασα από το μαγαζί και τα ‘παμε. Εμαθα πως ετοιμάζεσαι για τις εξετάσεις κι ότι μέσα του Ιούνη θα ‘χεις ξεμπερδέψει. Την επομένη να πάρεις το πλοίο και να κατέβεις στο νησί. Ακούς; Δουλειά κομμένη και ραμμένη στα μέτρα σου. Το μαγαζί είναι στρωμένο, αλλά θα χρειαστώ χέρια. Βοηθό θα σε βάλω. Δίπλα στον Εντι. Ξεφτέρι ο Εντι. Ζόρικος, αλλά σπαθί στη δουλειά. Δουλεμένο παιδί, μπασμένο στα πράματα. Θα μάθεις πολλά δίπλα του αν πας με τα νερά του. Θα σε ξεψαρώσει, ρε παιδί μου. Του ‘χω νοικιασμένη μια γκαρσονιέρα, λίγο έξω από τον οικισμό. Δύο χώροι. Στην κουζίνα έχει καναπέ-κρεβάτι. Μια χαρά θα βολευτείς. Σάμπως πάρτι θα κάνεις; Εναν ύπνο κι ένα μπάνιο. Θα σε φέρνει ο Εντι με το παπί. Μαζί θα έρχεστε, μαζί θα σχολάτε. Στην αρχή τουλάχιστον. Μετά που θα ρολάρετε μεταξύ σας, θα τα βρείτε.
Στη μία το μεσημέρι θα μου ‘ρχεσαι. Ετοιμος. Πλυμένος, ξυρισμένος. Ξεκούραστος και ζωηρός. Με όρεξη. Δεν είναι για κοιμισμένους το σερβιτοριλίκι. Θέλει νεύρο. Να σε βλέπει ο πελάτης να χορεύεις, όχι να σέρνεις τα πόδια σου. Και ντυμένος, ε; Οχι ξεκάλτσωτος κι αμάνικος και με τίποτα βερμούδες. Δεν είμαστε τουρίστες. Για δουλειά είμαστε εδώ. Για πόλεμο έρχεσαι. Ξέρω τι σου λέω. Την έχω κάνει τη δουλειά. Και με τον συχωρεμένο τον πατέρα μου πάνω από το κεφάλι μου να ρίχνει καρπαζιές κι εγώ να λέω ευχαριστώ. Το πήρα το μαγαζί έπειτα και το ‘κανα κούκλα. Με τα χέρια μου. Θα το δεις και θα μου πεις. Το καλύτερο είναι. Το πιο σωστό. Γι’ αυτό λυσσάνε οι διπλανοί. Εγώ την ξέρω τη δουλειά, τον μυρίζομαι τον κόσμο, τον κόβω. Οι από δίπλα, οι σπουδαγμένοι, έχουν στα μυαλά τους αέρα κοπανιστό και πουλάνε φούμαρα. Τους κατουράω κι αυτούς και τα πτυχία τους. Εγώ έχω φτιάξει ομάδα, αγόρι μου.
Για τον Εντι σ’ τα είπα. Την άλλη βδομάδα θα μου ‘ρθει κι ο μάγειρας. Καινούργιος. Συστημένος. Θα φέρει και τη δικιά του μαζί. Στη λάντζα έχω τον Σαΐφ. Δοκιμασμένος. Σκυλί. Χειμώνα μένει στο νησί και δουλεύει στ’ αγροτικά. Κι αν δω τα σκούρα, θα φέρνω και τη Γιούλια που την έχω στα δωμάτια. Δεν θα πει όχι. Κι εσύ βέβαια. Που ξέρω απ’ τον θειο σου την κατάσταση. Και ξέρω και τον αγώνα της μάνας σου τόσα χρόνια. Να πάρει κι αυτή μια ανάσα. Τι; Οχι; Εσύ είσαι δικός μου σου λέω. Οχι σαν τον κοπρίτη τον γιο μου. Που δεν έχει μάτια να με δει. Που το παίζει γαμπρός στο Λονδίνο με τις πλάτες της ξεφτιλισμένης της μάνας του και με τα λεφτά τα δικά μου. Που δεν καταδέχεται να πάρει τα μούτρα του και να κατέβει στο νησί, να κρατήσει κανά δίσκο, μην τυχόν και του πέσει ο κώλος. Αει σιχτίρ, συγχύζομαι.
Τέλος πάντων. Πάμε στο θέμα μας. Τριάντα ευρώ μεροκάματο θα σου δίνω. Τσέπη. Μηδενικά έξοδα. Διαμονή κομπλέ. Και δυο πιάτα φαΐ θα τα τρως σ’ εμένα. Οταν έρχεσαι κι όταν σχολάς. Τα tips σου ξεχωριστά. Εγώ χέρι στα tips δεν βάζω. Δεν είμαι τέτοιος. Να το ξέρεις. Καθαρά πράματα με μένα. Για τα tips θα μιλήσεις με τον Εντι. Θα τον πάρεις με το καλό και δεν θα σ’ αφήσει έτσι. Θα πω κι εγώ δυο κουβέντες. Μόνο για ωράρια και για ρεπό μη με ρωτήσεις. Εκεί μου γυρίζει το μάτι. Είπαμε. Είναι πόλεμος. Δεν έχει τέτοια στη μάχη. Μιλάμε για δωδεκάωρο, εφτά μέρες. Μη μου κωλώσεις! Ενάμισης μήνας είναι το ζόρι το μεγάλο. Το υπόλοιπο βγαίνει πιο χαλαρά. Το μεροκάματό σου όμως μένει το ίδιο. Κατάλαβες. Ετσι;
Ακου που σου λέω. Φέτος θα βουλιάξουμε. Είμαστε φίσκα. Κρατήσεις φουλ. Θα βάλουμε όλοι πλάτη να βγάλουμε τα σπασμένα δύο χρόνων. Και να μας μείνει και τίποτα στην τσέπη. Δεν έχεις κάτι να σκεφτείς. Δουλειά καλοκαιρινή. Σεζόν. Μαθήματα ζωής, αγόρι μου. Οχι μαλακίες. Και πρόσεξέ με! Με τη θάλασσα πιάτο. Μπροστά σου. Στα πόδια σου.
Τελευταίο βιβλίο της Πειραιώτισσας Μαριάλένας Σεμιτέκολου το μυθιστόρημα "Ακουαρέλλα"
Πηγή: efsyn.gr/anoihto-biblio
Η Μπερλίνα
Οταν μου ανέθεσε η εφημερίδα να πάρω συνεντεύξεις από τυχαίους περαστικούς για το πώς βλέπουν τα πράγματα φέτος το καλοκαίρι, ένας καλός φίλος Αθηναίος μού σύστησε να στηθώ στο Γαλακτοπωλείο «Ανοιξις» στην Κυψέλη και να την πέφτω σε όποιον καθόταν στο ένα από τα δύο τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο. Ετσι κι έκανα.
-Από τον Βόλο είσαι, είπες;
-Μάλιστα.
-Και το όνομά σου;
-Γιώργος.
- Ακουσε Γιώργο αγόρι μου, εγώ δεν δίνω συνεντεύξεις, αλλά εσύ είσαι ομορφόπαιδο και θα την κάνω την εξαίρεση. Κάθισε, μη στέκεσαι όρθιος.
Μου συστήθηκε ως «κυρία Μπερλίνα». «Για την εφημερίδα σού φτάνει αυτό», πρόσθεσε με μια κοκεταρία ανωνυμίας άλλης εποχής. Δεν την έλεγες όμορφη την Μπερλίνα. Πολύ τετράγωνοι ώμοι, πολύ μεγάλα πέλματα με βαμμένα μοβ τα κοντά σαν μασημένα νύχια των ποδιών της, μεγαλωμένες οι άσπρες ρίζες στα στραπατσαρισμένα από τον μεσημεριανό ύπνο κοκκινωπά μαλλιά. Ομως κάτι το φλοράλ φουστάνι της με τα δαντελένια πέτα, κάτι ο τρόπος που καθόταν σταυροπόδι, λες και ήταν μέλος κριτικής επιτροπής που παρακολουθούσε με άνεση κάποιον διαγωνιζόμενο, κάτι το όμορφο άρωμά της -φλοράλ κι αυτό-, κάτι το μονόπετρο με το μεγάλο τοπάζι στο μικρό της δάχτυλο, κάτι οι υπερβολικές βλεφαρίδες της, όλα είχαν έναν αέρα ανοίκειο μεν, αλλά οπωσδήποτε γλυκό.
-Την ήξερες την «Μπερλίνα»; Ενα παιχνίδι αλήθειας ήτανε, το παίζαν κάποτε τα παιδιά. Εσύ είσαι νεότερος, δεν θα το ξέρεις.
Νομίζω πως δεν την ενδιέφερε πολύ η απάντησή μου.
-Εγώ αυτά με την Ουκρανία δεν τα καταλαβαίνω, αγόρι μου. Μου λένε πως θα λείψει το λάδι για το τηγάνισμα. Σάμπως τηγανίζω; Τι με νοιάζει;
Επέμεινα για τα οικονομικά του νοικοκυριού της, έτσι μου είχαν ζητήσει από την εφημερίδα.
-Τώρα όλοι στην ανάγκη είμαστε. Μην κοιτάς κάποτε! Κάποτε πήγαινα στο μπαράκι στη Φυλής, ανέβαινα στα τραπέζια και έβγαζαν οι Ιρανοί τα δεκάευρα και μου τα κολλούσαν στο ντεκολτέ. Φτωχοί άνθρωποι, οικοδόμοι οι περισσότεροι. Αλλά κιμπάρηδες. Ενα ολόκληρο μεροκάματο το αφήναν κάθε Σάββατο βράδυ στο μαγαζί.
-Ιρανοί;…
-Ναι, δεν ξέρεις εσύ, Βολιώτης άνθρωπος. Ενα μπαρ για τέτοιους ήτανε. Πηγαίναν οι Ιρανοί για να γλιτώσουν μια νύχτα απ’ τις γυναίκες τους. «Οι Ιρανοί αγάλλονται», που έλεγε κι ένας φίλος. Ψηλός εκείνος, πιο όμορφος από σένα.
Κι όπως γελούσε με τα λεγόμενά της, της έπεσε λίγο βύσσινο από το καϊμάκι στο κολλαρισμένο πέτο της και τα αστραφτερά μάτια της σχεδόν έσβησαν από τη στεναχώρια. Εβρεξε τη χαρτοπετσέτα μέσα στο ιδρωμένο ποτήρι μπροστά της και με πολύ νευρικές κινήσεις άρχισε να τρίβει και μετά να χτυπά τον λεκέ.
-Ετσι φεύγει ο καφές, να ξέρεις. Το βύσσινο είναι άτιμο, θα γαριάσει.
Προσπάθησα να δείξω κατανόηση. «Με τον ΕΝΦΙΑ ζορίζεστε;», τη ρώτησα. Ξαναγέλασε.
-Στο νοίκι είμαι, αγόρι μου. Μην κρίνεις από τα ρούχα. Και τούτα τα πέδιλα δώρο είναι, από χέρι! Ποτέ δεν βγήκα στον δρόμο με τσιτάκια, αυτά με τα κουμπιά μπροστά. Εχω αξιοπρέπεια εγώ, δεν είμαι από δαύτες.
«Η σύνταξή σας σας φτάνει;», πρόλαβα να τη ρωτήσω εμβόλιμα. Με ξεθέωνε σιγά σιγά η κυρία Μπερλίνα. Η ζέστη ήταν αφόρητη για Ιούνιο. Περνούσαν δίπλα μας οι άνθρωποι στάζοντας. Εφτά η ώρα και ένιωθες σαν να ήταν μεσημέρι. «Θα ’ναι από τις βόμβες», μου εξήγησε.
-Κάτι βάζουν οι Ρώσοι στις βόμβες. Εγώ είμαι βασιλικιά, δεν τους χωνεύω τους Ρώσους, ποτέ δεν τους χώνεψα.
Οπως μιλούσε κοιτούσε επίμονα το σταυρωμένο της πόδι. Σάλιωσε τον αντίχειρα του δεξιού της χεριού και έτριψε με το σάλιο το μοβ νύχι στο μεγάλο της δάχτυλο. Είχε ξυστεί η μπογιά, δεν ήταν ιδέα της.
-Ολα πρόστυχα τα φτιάχνουν πια. Να θυμηθώ να πάρω ασετόν από το φαρμακείο.
«Να σας ευχαριστήσω για τον χρόνο σας», της είπα, μαζεύοντας το κινητό από το τραπέζι με το μισοφαγωμένο καϊμάκι με το βύσσινο. Είχα χάσει την ώρα μου. Ηταν κι εκείνη η μυρωδιά του κιμά με την κανέλα από κάπου απέναντι, ήταν και οι ώριμες πεπονόφλουδες που έζεχναν από τις κρεμασμένες σακούλες στον κάδο της γωνίας. Κι από πάνω το φλοράλ άρωμα της Μπερλίνας να τα σκεπάζει όλα σαν κολόνια μετά τον εμετό σε λεωφορείο. Είχα εκνευριστεί.
-Δεν σε βοήθησα και πολύ με τη συνέντευξη, ε; Δεν μου έχουν ξαναπάρει.
-Αντιθέτως, με βγάλατε από τα συνηθισμένα.
Αισθάνθηκα σαν αγαθός πρόσκοπος με την απάντηση. Το μέτωπό της μεγάλωσε. Χαμογέλασε με λιγότερη αγωνία από πριν. Χάρηκα που δεν φέρθηκα σαν μαλάκας.
-Μια τελευταία προσωπική ερώτηση έχω. Γιατί «Μπερλίνα»; Είναι κάποια παιδική ανάμνηση από εκείνο το παιχνίδι;
-Οχι καλέ. Αυτά τα παίζαν τα κορίτσια. Εμείς στο Αρρένων παίζαμε Γερμανικό. Εδώ πιο κάτω σε μια αλάνα που έγινε πάρκινγκ κι έπειτα πολυκατοικία. Πιπίνου και Καλύμνου, αν ξέρεις.
Τελευταίο βιβλίο του Γιώργου Κυριακόπουλου το μυθιστόρημα "Η περίληψη".
Ο βίος και τα έργα του Κυριακόπουλος στη βιβλιονέτ ΕΔΩ
Πηγή: efsyn.gr/ekdoseis-biblia
Για πάντα - Καλοκαίρι, πρωί / Τα δύο πρώτα διηγήματα Υπό Σκιάν