Δευτέρα, 27 Ιουνίου 2022 08:38
Ο Ξυλούρης, του Thanos Athanasopoulos, από το fb
Επιλέγουσα ή Συντάκτρια Σούζη ΠαλαιοκώσταΠαλιά, πριν καμιά 15αριά χρόνια, μαθήτευσα και την τέχνη της ξυλουργικής ένα χειμώνα, με τον Ξυλούρη.
Όχι τον γνωστό τον Ξυλούρη. Έναν άλλο τύπο, που τον γνώρισα στην Ικαρία. Βασικά δεν τον λέγανε Ξυλούρη. Σωτήρη τον λέγανε. Ξυλούρη τον φώναζαν στο χωριό, αφ ενός επειδή του έφερνε κάπως εμφανισιακά, με τα σγουρά μαλλιά και το μουστάκι του, και αφ ετέρου επειδή όλη μέρα ή που θα μαστόρευε με τα ξύλα, ή που θα γυρνούσε στους δρόμους με το καροτσάκι του, ψάχνοντας για τίποτα πεταμένα έπιπλα, δοκάρια, παλέτες, οτιδήποτε το ξύλινο. Πρώτες ύλες για τα μαστορέματα του.
Εγώ τον γνώρισα το καλοκαίρι του 2004. Τότε που κερδίσαμε το euro κι είχανε πάθει όλοι ανεπανόρθωτα εθνική Ελλάδος.
Ήμασταν Ικαρία με κάτι φίλους διακοπές. Μπανάκι το πρωί, κάνα καφεδάκι, κάνα ψιλοΰπνο μεσημεράκι, μετά φαΐ και μετά στο καφενείο για τα ματς, πριν οτιδήποτε άλλο. Μια χαρά δηλαδή, ακόμα κι αν δεν είσαι φανατικός του ποδοσφαίρου, όπως εγώ.
Δίπλα στο καφενείο που παρακολουθούσαμε με κομμένη την ανάσα τα κατορθώματα της εθνικής, ήταν το καλυβάκι του Ξυλούρη. Ήταν ένα μικροσκοπικό, παμπάλαιο σπιτάκι και δίπλα είχε μια ξύλινη αποθήκη, που μπορεί να ήταν μεγαλύτερη από το ίδιο το σπίτι. Στην αποθήκη, είχε πάντα φως κι από μέσα ακούγονταν θόρυβοι. Πριονίσματα, ξυσιματα, σφυριά κτλ κτλ. Οι τουρίστες δεν έδιναν σημασία. Οι ντόπιοι καμιά φορά τον πείραζαν, άμα έβγαινε λίγο έξω, καταϊδρωμένος, να πάρει αέρα.
"Παράτα τα ρε Ξυλουρη κι έλα να δεις το Ζαγοράκη"
"Έχω δουλειά "
Τους έλεγε ο Ξυλούρης κι οι χωριανοί γελούσαν.
"Μη δουλεύεις τόσο πολύ ρε Ξυλουρη, τόσο χρήμα τι θα το κανεις;"
Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου κίνησε την περιέργεια αυτός ο ξερακιανός τυπος. Ενώ οι ντόπιοι από τον τρόπο που του μιλούσαν, κι απ τις ματιές που αντάλλασαν μεταξύ τους, φαίνονταν να τον έχουν για τον "τρελλό του χωριού ", ο Ξυλούρης δεν έδινε την εντύπωση κάποιου που δεν στέκει καλά στα μυαλά του. Είχε μια απόλυτη ηρεμία και σταθερότητα στο βλέμμα, ίχνος ανασφάλειας ή φόβου δεν έβλεπες. Φαινόταν να ξέρει τι κάνει και τι θέλει.
Ένα απόγευμα, κατά τη διάρκεια ενός αγώνα Ιρλανδίας-Τσεχίας, αν θυμάμαι καλά, και αφού υπέμεινα ένα ολόκληρο ημίχρονο, με τις καθυστερήσεις, κι οι επίλεκτοι διεθνείς άσοι των δύο χωρων δεν είχαν καταφέρει ακόμα να επιτύχουν κάποιο γκολ, αποφάσισα να του χτυπήσω την πόρτα.
"Συγνώμη, ενοχλώ;"
Ρώτησα, τάχα μου ευγενικά.
Ο Ξυλούρης με κοίταξε εξεταστικά, αλλά με καλοσύνη. Χαμογέλασε και μου είπε "ακόμα όχι, πες τι θες;"
"Ήθελα να δω τι φτιάχνετε" του είπα με ειλικρίνεια. Κι ύστερα, σαν να ηθελα να διορθώσω τόση ειλικρίνεια, συμπλήρωσα ψέματα "πάντα με γοητευε η ξυλουργική!"
"Δεν φτιάχνω τίποτα ακόμα" είπε ο Ξυλούρης κι έβαλε τα γέλια. Σκούπισε τον ιδρώτα του κι ήρθε προς το μέρος μου. "Θα σου πω" μου είπε, "έλα πάμε να κάτσουμε έξω, έχει ζέστη εδώ μέσα και σκόνη. Φτάνει για σήμερα "
Βγήκαμε έξω και καθίσαμε σε ένα ξύλινο πάγκο, που πάω στοίχημα τον είχε φτιάξει μόνος του.
"Να κεράσω ένα κρασί;" τον ρώτησα.
Ο Ξυλούρης χαμογέλασε. "Και δεν κερνάς;"
Σε λίγο είχαμε εγκατασταθεί στο ξύλινο σαλόνι του μπροστά στην αποθήκη. Οι καρέκλες ήταν πολύ αναπαυτικές αν και δεν υπήρχε μαξιλάρι. Άρχισα να κοιτάω τις λεπτομέρειες στο τραπέζι, ήταν πολύ όμορφο. Ο Ξυλούρης άρχισε να μου εξηγεί.
"Εγώ τα ξύλα, δεν τα παίρνω από το εργοστάσιο. Τα βρίσκω στο δρόμο. Δηλαδή ότι σαβούρα πετιέται. Οπότε όπως καταλαβαίνεις, τα ξύλα που έχω εγώ, είναι όλα παλιά. Είναι σαπισμένα, είναι σπασμένα, είναι στραβά και σκεβρωμένα. Με μούχλα πάνω και μούργα. Για να φτιάξεις κάτι πρέπει να τα ξύσεις βαθειά, να φτάσεις σε ξυλο ζωντανό. Και πρέπει να τα φτιάξεις, να τα πλανάρεις, να τα ισιώσεις και να δεις πως και σε τι μορφή μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις κάπου"
Ήπιε μια γουλιά από το κρασί του.
"Τώρα προσπαθούσα να φέρω στην ευθεία κάτι σανίδες. Ξέρεις ο άνθρωπος χρειάζεται τις ευθείες για να κάνει κάτι, δε μπορεί χωρίς ευθείες"
Εβάλε τα γέλια παλι και με κοίταξε σα να ήθελε να δει αν είχα καταλάβει το αστείο. Η αλήθεια ήταν ότι δεν το είχα καταλάβει.
"Ο άνθρωπος χρειάζεται ευθείες για να λειτουργήσει, πως να στο πω; Για να κολλήσεις δύο ξύλα, να φτιάξεις ένα πάγκο, πρέπει να είναι απόλυτα παράλληλα τα ξύλα. Αλφάδι, ολόισια. Τα δέντρα όμως δεν βγάζουνε ευθείες."
Με κοίταξε πάλι εξεταστικά, αλλά δεν τον ικανοποίησε αυτό που είδε, οπότε συνέχισε.
"Ο άνθρωπος χρειάζεται τις ευθείες για να καταλάβει τον κόσμο. Για να καταλάβει τον κόσμο, εκανε τα μαθηματικά. Τα μαθηματικά χρειάζονται τις ευθείες. Με τις ευθείες μπορείς να βάλεις ένα μέτρο, να αρχίσεις να μετράς, να αρχίσεις να καταλαβαίνεις, να αρχίσεις να φτιάχνεις. Δεν μπορεί να καταλάβει ουτε να φτιάξει τιποτα χωρίς ευθείες ο άνθρωπος και ξέρεις τι έχει πλάκα; Σε όλο τον κόσμο, σε ολόκληρο το σύμπαν, δεν υπάρχει ούτε μια ευθεία γραμμή από φυσικού της! Κατάλαβες; Αυτός είναι ο άνθρωπος. Χρειάζεται για να καταλάβει τον κόσμο του, κάτι που σε ολόκληρο τον κόσμο δεν υπάρχει. Σκέψου πόσα πολλά θα καταλαβαίνει."
Την άλλη μέρα ξαναπέρασα απ την αποθήκη του Ξυλούρη και βασικά σε όλες τις υπόλοιπες μέρες πήγαινα μερικές ώρες.
"Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;"
Ο Ξυλουρης πήρε ένα σανιδι, μολύβι και ένα χάρακα και τράβηξε μια γραμμή κοντά στην σπασμένη άκρη του. Ύστερα μου έδωσε ένα πριόνι.
"Κόψε αυτό ίσιο, πάνω στη μέση της μολύβιας, μπορείς;"
Δεν πρέπει να είχα ξαναπιάσει στα χέρια μου πριόνι αλλά είχα δει πολλές φορές πως δουλεύει. Δεν πρέπει να είναι δα και καμιά επιστήμη. Το πιάνεις από τη λαβή και εκεί που έχει τα δόντια είναι η πλευρά που κόβει. Πήρα το πριόνι, χωρίς να απαντήσω στην ερώτηση κι άρχισα να περίεργάζομαι τη σανίδα, με απειλητικές διαθέσεις.
"Εδώ!" Είπε ο Ξυλουρης "στερέωσε την στον πάγκο"
Την στερέωσε κι ύστερα της επιτέθηκα.
Παρ όλο που εγώ είχα το πριόνι ενώ η σανίδα δεν είχε, και είχα σαφώς την απόλυτη υπεροπλία, μπορώ να πω ότι αντιστάθηκε πολύ σθεναρά. Μου ήταν αδύνατον να κάνω την αρχή του καψίματος, πάνω στη μολύβια του Ξυλουρη. Όταν τελικά κάπως τα κατάφερα, φάνηκε ότι και το υπόλοιπο θα ήτανε δύσκολη υπόθεση. Το πριόνι μάγκωνε κάθε τόσο μέσα στη σανίδα και δεν πήγαινε ούτε μπρος ούτε πίσω, ούτε πάνω. Καλά, για κάτω ούτε λόγος. Τελικά, ύστερα από μισή ώρα ιδρώτα, η άκρη της σανίδας έπεσε νικημένη στο έδαφος. Όμως εγώ δεν είχα νικήσει. Το τελικό αποτέλεσμα έδειχνε ήττα. Εκεί που είχα ξεκινήσει την τομή, είχα κάνει μια λακκούβα περίπου τρεις πόντους, ύστερα συνέχισα για 4-5 εκατοστά στη γραμμή, πάνω-κάτω, και μετά πήρα μια κατεύθυνση προς τα έξω για να βγω τελικά κάτω περίπου δύο εκατοστά μακρυά από τη μολύβια και σκίζοντας το κάτω μέρος της σανίδας απ όπου έφυγε ένα καλό κομμάτι που μάλλον χρειάζονταν.
Ο Ξυλούρης γελούσε. Άρχισε να μου δείχνει.
"Άκου εδώ, το πριόνι είναι φτιαγμένο για να κόβει ίσια. Άμα το αφήσεις το πριόνι, ίσια θα κόψει. Αλλά δεν το αφήνεις. Σπρώχνεις και σπρώχνεις λες και μπήκες σε λεωφορείο. Τι όργανο παίζεις είπαμε; σαξοφωνο; Να ξέρεις και το σαξόφωνο σίγουρα σωστά θα θέλει να παίξει. Άμα το αφήσεις σωστά θα παίξει. Μη το σπρώχνεις το πριόνι, άστο να κόψει μόνο του!"
"Σωτήρη" του είπα μια από τις τελευταίες μέρες στο νησί.
"Πόσα θες να σε πληρώσω για να έρθω το χειμώνα να με διδάξεις την τέχνη;"
Ο Σωτήρης ξαφνιάστηκε. Ύστερα γέλασε. Θα μου πάρεις ένα τενεκέ καλό λάδι. Θα κοιμάσαι εδώ σε μένα και το φαΐ θα το πληρώνεις μια μέρα εσύ μια μέρα εγώ. Να έρθεις."
Και πήγα. Ήταν ο χειμώνας πριν βγω έξω για τις σπουδές μου στο όργανο. Έπρεπε να μελετήσω για τις εξετάσεις. Ο Ξυλούρης μου επέτρεπε να μελετάω στην αποθήκη. Το πρωί μελετούσα και το απόγευμα μάθαινα την τέχνη του Ξυλουργού, ή μάλλον την τέχνη του Ξυλούρη. Γιατί ο Ξυλούρης, παρόλο που ήταν φοβερός μάστορας, δεν ήταν ξυλουργός. Ήταν Ξυλούρης.
"Γιατί δεν παίρνεις κάνα ηλεκτρικό πριόνι ρε Σωτήρη;¨
¨Τι να το κάνω; Για τη φασαρία;¨
¨Για να κάνεις γρήγορα¨
¨Γιατί να κάνω γρήγορα;¨
¨Ξέρω γω; Για να τελειώνεις, να κάνεις κάτι άλλο, να βγάλεις παραγωγή¨
Ο Ξυλούρης έδειξε να ενοχλείται από την κουβέντα. Σκούπισε το μέτωπό του με ένα πανί και το πέταξε κάτω.
¨Έλα κάτσε εδώ¨ μου είπε και έβαλε δυο κούπες καφέ.
¨'Ακου να δεις τώρα τι μου είπες. Να πάρω εργαλεία, που κάνουν ένα σωρό λεφτά, κάνουν τόση φασαρία, κινδυνεύεις να κόψεις και κάνα δάχτυλο, για να τελειώνω αυτό το τραπέζι γρήγορα και γιατί; Για να φτιάξω άλλο τραπέζι. Τώρα έχει λογική αυτό; Δηλαδή να μου έλεγες να τελειώσω το τραπέζι για να πάω για ύπνο, να το καταλάβω, αλλά να τελειώνω για να κάνω πάλι τα ίδια τι νόημα έχει;¨
¨Για να τα πουλήσεις ρε Σωτήρη¨
Ο Σωτήρης αγρίεψε
¨Ε, δεν έχεις καταλάβει τίποτα! Ε ναι, άμα τα φτιάχνεις έτσι τα πράγματα, μόνο να τα πουλήσεις μπορείς, δεν μπορείς κάτι άλλο¨
¨Σαν τι άλλο ρε Σωτήρη¨
Ο Σωτήρης αναστέναξε. Κοίταξε μακρυά προς τη θάλασσα κι ύστερα προς το δρόμο.
¨Το βλέπεις το παγκάκι στο καφενείο;¨με ρώτησε
¨Ναι¨
¨Εγώ το έφτιαξα. Άκου. Στο πίσω το πόδι, το δεξί, έχει ένα μεγάλο κόμπο. Αυτό ήταν παλιά κλαδί, που έβγαινε προς τα πάνω, χοντρό μεγάλο κλαδί, φορτωμένο με κεράσια. Κερασιά είναι το παγκάκι, τα είχα βρει τα ξύλα πάνω στην Παναγιά και τα είχα φέρει μέχρι κάτω με το καρότσι, όλη την κατηφόρα. Από την άλλη τη μεριά όμως το πόδι αυτό, έχει άλλο κλαδί που ξεκινούσε προς τα κάτω. Μικρό αυτό αλλά με αντίθετη φορά. Κι είναι η φορά σ αυτό το πόδι του ξύλου, μισή προς τα δω, μισή προς τα κει. Δε μπορείς να το σιάξεις με την πλάνη με τίποτα. Δυο ώρες με παίδεψε μόνο να το φέρω στα ίσια, με την ξύστρα απαλά, σα να ξύριζα το γαμπρό. Εγώ αυτό το παγκάκι το ξέρω όλο από άκρη σε άκρη. Έχω περάσει με το μάτι, από κάθε σημείο. Ξέρω από ποιο μέρος του δέντρου ήτανε και πόσο μεγάλο ήτανε το δέντρο, και το έχω πιάσει και το έχω χαΙδέψει και το ξέρω και το θυμάμαι όλο, κατάλαβες;¨
Ο Ξυλούρης σταμάτησε για λίγο, ήπιε μια γουλιά καφέ και κοιτώντας προς τη θάλασσα συνέχισε.
¨Παλιά είχα και εργαλεία ηλεκτρικά αλλά τα πούλησα. Μου δίνανε παραγγελίες οι χωριανοί, και τα έβαζα στο μηχάνημα ξύλα κομμένα έτοιμα, βρρρ τα ίσιωνε το μηχάνημα, έβαζα και πέντε βίδες και έτοιμα. Έφτιαξα όλες τις καρέκλες και τα τραπέζια σε ένα καφενείο στον Άγιο Κήρυκο. Και πέρασα μια μέρα από κει και δεν τα ήξερα. Τα κοιτούσα και δεν ήξερα τίποτα. Πεθαμένα ξύλα. Άμα τα φτιάχνεις έτσι, τι νόημα έχει; Μόνο για πούλημα είναι¨
Με κοίταξε πάλι για να δει αν καταλάβαινα. Μάλλον δεν καταλάβαινα. Ύστερα γέλασε. Αντε πάμε να φάμε. Σειρά μου σήμερα οπότε θα φάμε φακές. Αλλά με λάδι από το καλό που έφερες.
Δυο μήνες κάθισα στου Ξυλούρη και να πω ότι έμαθα την τέχνη, ψέμματα θα ήταν. πέντε πράγματα έμαθα, να κόβω ίσια με το πριόνι έμαθα, αλλά αυτά που μου έλεγε ο Ξυλούρης με χτυπούσαν με χρονοκαθυστέρηση και τα θυμόμουν χρόνια αργότερα. Κάποια ίσως και να τα κατάλαβα.
Ξαναπήγα στο νησί ύστερα από δέκα χρόνια. Χρόνια στο εξωτερικό, λίγο ερχόμουν στην Ελλάδα κι αυτό για να πάω Θεσσαλονίκη να δω τους δικους μου. Δέκα χρόνια μετά πήγα ξανά στην Ικαρία.
Ο Ξυλούρης δεν ήταν πια εκεί. Είχε πεθάνει εδώ και 5 χρόνια μου είπανε. Τον βρήκανε στην αποθήκη. Μάλλον καρδιά. Κάθισα στο καφενείο. Το παγκάκι ήταν ακόμα εκεί. Δεν ήτανε όμως όπως παλιά. Δεν το είχανε προσέξει. Έξω χειμώνα καλοκαίρι, να το τρώει η αλμύρα. Είχε πιάσει ένα χρώμα γκρι κι είχε σαπίσει σε μεριές κι είχανε φύγει φλούδες και δε φαινότανε και τόσο σταθερό να κάτσεις. Και θυμήθηκα και το άλλο που μου είχε πει ο Ξυλούρης. ¨Το ξύλο¨μου είχε πει ¨να ξέρεις χαλάει. Δεν είναι για πάντα. Είναι σαν τη ζωή, δεν είναι για πάντα, είναι μόνο για τώρα.¨
Κατηγορία
Διηγήματα
Τελευταία άρθρα από τον/την Σούζη Παλαιοκώστα
- Μαρία Καρυστιανού: ΔΕθ 2024. Ομιλία Πρωθυπουργού !
- Το στατιστικό θεώρημα «Bayesian» ή η προετοιμασία για το χειρότερο σενάριο είναι πιο αποτελεσματική από την πρόβλεψή του, της Ελεάννας Βλαστού
- Αθέατος ρατσισμός: Μικρές φράσεις και ερωτήσεις αποκαλύπτουν μεγάλες προκαταλήψεις
- Έχει πολιτικό νόημα να γράφουν και να συζητούν απλοί πολίτες για τους βουτηγμένους στη βρωμιά και την ασυδοσία τοίχους και πεζοδρόμια;
- Οι τρεις «χρόνοι» της ελληνικής κοινωνίας, του Γιάννη Βούλγαρη