Κυριακή, 26 Ιουνίου 2022 16:52

Για πάντα - Καλοκαίρι, πρωί / Δύο διηγήματα Υπό Σκιάν

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

skia4Μισέλ Φάις. Δώδεκα συγγραφείς γράφουν ένα πρωτότυπο καλοκαιρινό διήγημα. Διηγηματογράφοι και μυθιστοριογράφοι θέτουν στο κέντρο της μυθοπλασίας τους μια θερινή εμπειρία στο εδώ και τώρα. Εκ των πραγμάτων, η ιστορία τους καθορίζεται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, από τη ρευστή και δυσοίωνη πραγματικότητα (πανδημία, πόλεμος Ουκρανίας, παγκόσμια αστάθεια κτλ).

Δώδεκα ιστορίες που θα μας συντροφεύσουν ώς τον Σεπτέμβριο, κουρδισμένες σε διαφορετική, όπως ήταν αναμενόμενο, τονικότητα: νοσταλγική, ειρωνική, δύσθυμη, πολιτική, ενδοσκοπική, ανατρεπτική, παρηγορητική.

Το Ανοιχτό Βιβλίο κι αυτό το καλοκαίρι, εκτός από αναγνωστική πυξίδα, σας προσφέρει και αναγνωστική απόλαυση – μια παράδοση που άρχισε από συστάσεως της «Εφ.Συν.», από συστάσεως αυτών των σελίδων.

 Για πάντα, του Αλέξη Πανσέληνου

Μια αρχή και ένα τέλος χρειάζεται ο άνθρωπος για τον κόσμο, αλλιώς δεν τον εννοεί. Οταν κουράζεται να ψάχνει και να μηskia1 βρίσκει επικαλείται έναν πρωτομάστορα θεό και αναπαύεται η ψυχή του και όλα μπαίνουν στη θέση τους. Η αλήθεια δεν έχει μεγάλη σημασία και είναι ανάλογα ποιος ρωτά και ποια είναι η ανάγκη του. Ετσι λέω εγώ που δεν ξέρω ούτε πολλά γράμματα ούτε για τον κόσμο. Χρειαζόμαστε το θαύμα και το φανταζόμαστε αν δε γίνει. Παράδειγμα, ο κύριος Πέτρος που εβδομηντάρης πια τελευταία κατεβαίνει τέτοιες μέρες στο νησί και όταν τον δεις ξέρεις πως ο μήνας έχει δεκαπέντε και για δεκατέσσερις μέρες στη σειρά (τη δέκατη πέμπτη λέει Τέλος για φέτος και αναχωρεί για το λιμάνι) θα αφήνει το μικρό αυτοκίνητο στην ανηφορίτσα κι ύστερα κατηφορίζει κρατώντας μια πολύ μεγάλη τσάντα με μπανικά, το πουκάμισο ξεκούμπωτο, σανδάλια στραβοπατημένα.

Κατευθύνεται αμέσως στην προεξοχή του λείου βράχου που σχηματίζει κάτι σαν κάθισμα και ετοιμάζεται. Δεν περιμένει να τον κάψει ο ήλιος. Τα δυο αυτά τα τελευταία χρόνια πρόσεξα πως μιλά μονάχος, καμιά φορά χειρονομεί σα να ’ναι κάποιος δίπλα, αλλά δίπλα του δεν είναι κανείς. Σηκώνεται και βαδίζοντας προσεκτικά πάνω στις ράχες εκείνες της πέτρας που είναι φιλόξενες για τα πέλματα πλησιάζει την αμμουδιά, όπου εμείς ξαπλώνουμε αλειμμένοι με τα λάδια και τις κρέμες μας φουμάρουμε κανένα τσιγαράκι μέχρι να κάψει ο ήλιος το δέρμα και να βουτήξουμε ξανά για λίγο. Φέτος έπεσαν πολλά μαζωμένα στο κεφάλι μας.

Η κρίση, ο κόβιντ και τώρα ο πόλεμος, πόσο θα αντέξει η Μαριούπολη, τι γίνονται τα μικρά παιδάκια, τι γίνονται τα ζώα. Κάποιοι λεν πως οι Αμερικάνοι φταίνε για όλα, άλλοι πως φταίει ο Πούτιν. Η γνώμη μου εμένα είναι πως οι Ρώσοι, ότι κι αν λεν στην παρέα, χωρίς «πατερούλη» δε νογάνε τη ζωή τους, αιώνες μουζίκοι. Τα λέμε και χαζεύουμε στο βάθος τον κύριο Πέτρο να κολυμπά αργά-αργά πάνω κάτω καμιά εκατοσταριά-διακόσια μέτρα, μια πρόσθιο μια ύπτιο και όταν σταματά να ξεκουραστεί να κουνάει τα χείλη και να χειρονομεί και να χαμογελά ελαφρά σαν να κουβεντιάζει. Κάποιοι γελάνε, κάποιοι αδιαφορούν, κάποιοι ούτε που τον βλέπουν και κοιτάν τις γυναίκες γύρω μας. Εγώ που μπαίνω πιο συχνά στη θάλασσα τον έχω ακούω να μιλά ήρεμα και γλυκά σαν να διηγείται, σαν να θυμάται, σαν να προσμένει απάντηση, σαν να μην είναι μόνος αλλά με παρέα. Εχει τύχει να τον ακούσω, στιγμές προτού βάλει πόδι στο νερό μέσα, που λέει μόνος του Φύγαμε και κάνει τα πρώτα βήματα στην άμμο στα ρηχά. Τον έχω ακούσει καθώς βγαίνει (μια φορά μόνο θα βγει έξω κι αυτό είναι όλο) να λέει μόνος Αυτό ήταν σήμερα τέλος αύριο πάλι.

Οσες όμως φορές τον πλησίασα περισσότερο στα βαθιά, εκεί που ανοίγεται για να ’χει ησυχία και να μιλά χωρίς να τον ακούνε, λέξη δεν έβγαλε. Μόνο σαν μάκραινα κι έστρεφα ξανάβλεπα το στόμα του ν’ ανοιγοκλείνει κι αυτός όλο χαμόγελα να στέλνει στον αέρα. Δεν μου κάνει τόση εντύπωση. Κάθε λογής βαρεμένος φτάνει εδώ τα καλοκαίρια κι έχουμε μάθει να μη μας παραξενεύει καμιά λωλάδα. Φέτος, σαν τέλειωσαν οι δυο βδομάδες του στο νησί, μια μέρα πριν συγκεκριμένα, εγώ είχα ανέβει στο δρόμο κι έκανα την ψιλή μου ανάγκη πίσω από το αρμυρίκι αθέατος. Βγήκε ο κύριος Πέτρος απ’ το νερό κι έκανε τρία βήματα πριν αρχίσει πάλι να σκαρφαλώνει στα βραχάκια για να μαζέψει τσάντα και πετσέτα και τον άκουσα καθαρά να λέει Τέλος για φέτος. Κι έπειτα αμέσως, πριν ν’ αρχίσει το σκαρφάλωμα πάνω στο βράχι, ξανάκουσα που ’λεγε Μωρέ Φροσάκι πώς θα ’μπαινα μες σε τούτη τη θάλασσα, το θαύμα της Δημιουργίας, αν δε σ’ είχα για πάντα μαζί μου; Ε, δεν πήγαινε άλλο, μ’ έφαγε η περιέργεια. Ξεπρόβαλα μπρος του και τον χαιρέτισα.

Με ξέρει, όλους μας ξέρει, ο τόπος μικρός κι η παραλία στενή, τα μαγαζιά δυο όλα κι όλα, ονόματα παν κι έρχονται, ο ένας ο άλλος γνωριζόμαστε. «Κύριε Πέτρο», λέω, «βλέπω έχετε παρεούλα καλή εδώ στη θάλασσα και ψιλοκουβεντιάζετε. Πώς έτσι;». Σίγουρος ήμουν πως θα θυμώσει, αλλά χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι. «Μοιάζω τρελός, ε;» λέει αυτός. «Μόλις που μας βρήκε το κακό κι εγώ έχασα τη γυναίκα – από τους πρώτους. Σαρανταπέντε χρόνια μαζί κι έφυγε μόνη, χωρίς να είμαι κοντά της να πω αντίο. Τώρα της λέω εδώ όσα δε μπόρεσα κι όλα όσα σκέφτομαι για τούτο και για κείνο». Το βούλωσα εγώ, τι να πω. «Τρελός δεν είμαι, μόνος έμεινα», απόσωσε κι έφυγε.

Καλοκαίρι, πρωί, του Ιάκωβου Ανυφαντάκη

skiaEίχαν ακούσει πολλές φορές γι’ αυτό το νησί κι ας μην ήξεραν πού είναι. Το είχαν φανταστεί, κάθε ένας μόνος του και μετά μαζί, το είχαν ντύσει στο μυαλό τους με δέντρα, δάση, ίσως και δράκους. Δεν είχαν σκεφτεί ποτέ ότι θα έρθουν. Το έλεγαν, αλλά ήταν όπως λέμε ότι θα κερδίσουμε το λαχείο, θα γίνουμε πρωθυπουργοί, θα αναλάβουμε προπονητές της αγαπημένης μας ομάδας. Το έλεγαν με την ελαφρότητα και τη ζεστασιά μιας σκέψης που είναι σαν ένα μικρό πάρκο ανάμεσα σε αμέτρητες σειρές από πολυκατοικίες.

Και μετά προσγειώθηκαν στο νησί. Πάτησαν τα πόδια τους στον διάδρομο προσγείωσης- πρώτα αυτός, μετά αυτή. Εμοιαζε σαν όνειρο, τόσο απίθανο όσο ένα όνειρο ή ένας εφιάλτης που βρίσκεσαι στη μέση ενός πολέμου, μιας δολοφονίας, μιας δολοπλοκίας και δεν έχεις κανέναν τρόπο να γλιτώσεις, γι’ αυτό περιμένεις να ξυπνήσεις. Και περίμεναν και οι δυο στον διάδρομο προσγείωσης, αλλά κανένας δεν τους ξύπνησε, η αεροσυνοδός τούς φώναξε να τελειώνουν και έτρεξαν ένοχα να μπουν στο λεωφορειάκι.

Η θάλασσα ήταν στα αριστερά. Το βουνό δεξιά. Η λεωφόρος στη μέση. Το δωμάτιο που έκλεισαν τελευταία στιγμή, ανάμεσα στη λεωφόρο και το βουνό. Η ταβέρνα που βρήκαν, ανάμεσα στη θάλασσα και τη λεωφόρο. Μπροστά στη θάλασσα. Είχαν σκεφτεί τόσο λίγο ότι θα μπορούσαν να βρεθούν στο νησί που δεν πρόλαβαν να σκεφτούν τι να κάνουν. Αυτά τούς ήταν αρκετά. Πολύ περισσότερα από αρκετά. Θα μπορούσαν να περνάνε όλη την ημέρα στο δωμάτιο. Αυτός κοιτώντας τη να προσπαθεί να κάνει φούσκες με τσίχλα κανέλα -αποτυχημένα- ή αυτή να τον βοηθάει με το πρόβλημα που είχε στην άρθρωση του αριστερού ώμου.

 Περνούσαν τις μέρες τους στη θάλασσα. Δεν έκαναν κάτι συγκεκριμένο εκεί. Εντάξει, κολυμπούσαν. Και έτρωγαν, έπιναν καφέ. Αλλά πέρα από αυτό, δεν έπαιζαν ρακέτες, τάβλι, σκάκι, χαρτιά, δεν έκαναν θαλάσσια σπορ, δεν διάβαζαν βιβλία ούτε έλυναν σταυρόλεξα, δεν άγγιζαν στιγμή το κινητό, δεν τραβούσαν φωτογραφίες και δεν σχολίαζαν τους διπλανούς τους. Καθόντουσαν δίπλα-δίπλα, παρατηρούσαν τη θάλασσα σαν να περίμεναν να βγει ένα μυθικό τέρας από μέσα και δεν απογοητευόντουσαν ποτέ όταν το βράδυ γυρνούσαν πίσω χωρίς να έχουν δει τίποτα τέτοιο. Μάλλον αυτό το τίποτα ήταν αυτό που είχαν ανάγκη να δουν.

Στο δωμάτιο τους βασάνιζε ένας βόμβος από το πουθενά. Είχαν βγει στο μπαλκόνι και έψαχναν να τον βρουν, ήταν πάνω, ήταν κάτω, ήταν ο κλιματισμός ή ήταν το ίδιο το κτίριο; Το μόνο που ήξεραν, εξήντα μέρες τώρα, ήταν ότι ο βόμβος αυτός έσβηνε κάθε βράδυ στη μία και τέταρτο, ακριβώς την ώρα που είχαν κάνει έρωτα δεύτερη ή τρίτη φορά και τότε, ξεψυχισμένοι αλλά γαλήνιοι στο κρεβάτι, επιτέλους λίγο ήρεμοι γιατί είχαν ικανοποιήσει ελαφρά την πείνα που είχε ο ένας για τον άλλον και κάπως διστακτικοί να συνεχίσουν για τέταρτη -φοβισμένοι για τις αντοχές του σώματός τους τόσο κοντά στα πενήντα αλλά και για τους γείτονες που τους έβλεπαν τόσο σοβαρούς και μετά τους ενοχλούσαν με τους σομιέδες κάθε βράδυ- τότε άρχιζαν να μιλάνε ψιθυριστά, πολύ ψιθυριστά, ώς το πρωί.

Δεν συζητούσαν κάτι συγκεκριμένο: τα φαγητά που έτρωγαν παιδιά, αν πίστευαν στους εξωγήινους, μια τρίχρωμη γάτα που συνάντησαν το μεσημέρι. Μίλαγαν και μετά κοιμόταν εκείνη. Εκείνος συνέχιζε να μιλάει. Μετά το καταλάβαινε. Τη φιλούσε για καληνύχτα. Την ξυπνούσε κατά λάθος. Επαιρνε ο ένας τον άλλον μια σφιχτή αγκαλιά. Ηταν κοντά στο ξημέρωμα πια και κοιμόντουσαν.

Τα παντζούρια είχαν μια κακοτεχνία. Μια γραμμή ήλιου έμπαινε στις δέκα παρά, ξυπνούσε πρώτα αυτόν στη δεξιά πλευρά, κατέβαινε, ξυπνούσε εκείνη στην αριστερή, έφτανε ώς τα πόδια τους και χανόταν. Εκείνη τη λίγη ώρα, που εκείνος ήταν ξύπνιος και εκείνη κοιμόταν, έριχνε μια ματιά στο κινητό του. Τον καιρό της ημέρας, το χαρτοφυλάκιό του από κρυπτονομίσματα και μετά, αφού ξανακοίταζε ότι εκείνη κοιμόταν, ένα γρήγορο πέρασμα στις ειδήσεις από την Ουκρανία και στο mail του ότι κανείς από την οικογένειά του ή την οικογένειά της δεν πίστευε ότι είχαν επιζήσει από τον βομβαρδισμό. Αφού κοιτούσε μόνο και δεν έστελνε ποτέ μήνυμα σε κανέναν, εκείνη συνέχιζε να κάνει ότι κοιμάται το ίδιο πειστικά.

Πηγή:  efsyn.gr/anoihto-biblio  

Τελευταία τροποποίηση στις Τρίτη, 28 Ιουνίου 2022 07:21
Λάκης Ιγνατιάδης

Ραβδοσκοπία ατζαμή

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση