Είναι εφαρμοστό χωρίς να γίνεται προκλητικό, εργασιακού ύφους, μοιάζει γύρω στα τριάντα πέντε και μάλλον δεν πάει πολύ πρωί στη δουλειά της. Κρατημένη από την χειρολαβή βλέπει ένα άδειο κάθισμα δίπλα σε μια γυναίκα, παρότι υπήρχαν κάποιοι όρθιοι. Χωρίς να σπρώξει ή να στριμωχτεί , προχωράει και κάθεται διακριτικά-ίσως να έλεγε κανείς πολύ ευγενικά. Μοιάζει από κείνους τους σπάνιους πια ανθρώπους που εξακολουθούν να απευθύνονται στον πληθυντικό ευγενείας σε οποιονδήποτε, μικρό ή μεγάλο συνάνθρωπο ﮲να μην απλώνονται στο κάθισμα χαλαρά ούτε να πέφτουν με πάταγο﮲ να μην ενοχλούν τον διπλανό-όποιος κι αν είναι-γιατί καθένας είναι άξιος σεβασμού. Μη γίνεσαι-πρέπει μάλλον να σκέφτεται- φορτικός κι ενοχλητικός στον πλησίον με το σώμα σου, τις οσμές σου, τα μαλλιά σου, τις τσάντες σου. Καθισμένη κρατάει την τσάντα στα πόδια της κι ανοίγει βιβλίο αντί κινητού. Πέρασε, άραγε, ο καιρός που όλοι κρατούσαν το κινητό σαν εικόνα και το προσκυνούσαν παντού; Στο σπίτι, στον δρόμο, στο αυτοκίνητο. Στο γραφείο, στις διακοπές. Στο κρεβάτι, στο σινεμά, στο θέατρο. Σε γάμους και κηδείες.
Δίπλα της προς το παράθυρο είναι μια μεσόκοπη κυρία. Δεν γυρίζει να την κοιτάξει κι ας την χτύπησε ελαφρά με τον αγκώνα καθώς έφτιαχνε-μάλλον- τον γιακά της. Όμως, όχι δεν είναι γιακάς. Μάλλον με την άκρη του ματιού της βλέπει ένα μικρό κουκλάκι- αρκουδάκι γαντζωμένο ή καρφιτσωμένο στη λαιμόκοψη της μπλούζας της. Καθώς το στερέωνε καλύτερα αυτή η γυναίκα, που είχε και μια περίεργη αποφορά, ξαναχτύπησε με τον αγκώνα την κοπέλα . Με τα χέρια της πιέζει άγαρμπα και με βία το αρκουδάκι ﮲ εκείνο διαμαρτύρεται με μια παιδική φωνούλα “με πονάς, μη…κάθε μέρα τα ίδια…άσε με ήσυχο” και στη συνέχεια μια αυστηρή φωνή μαμάς ακούγεται να το μαλώνει “πώς μου μιλάς έτσι…για πρόσεχε, σε παρακαλώ “. Αμέσως μετά άλλη φωνή γιαγιάς, προστατευτική, με χροιά όλο έγνοια ” και συ, καημένη Δώρα, πώς κάνεις έτσι με το μικρό…όλο το μαλώνεις”. Πάλι η παιδική φωνούλα κλαψουρίζει “μην τραβάς το αυτί μου, με πονάς, δε θέλω…δε θέλω” .”Να πας στο κρεβάτι σου, είναι μεσημέρι, λέω” εκνευρισμένη η μητρική φωνή υψώνει τον τόνο. ” Άσε να το πάω στην παιδική χαρά να περάσει η ώρα και να ξαπλώσεις εσύ να ξεκουραστείς” ψελλίζει καθησυχαστική η φωνή της γιαγιάς . ” Ζήτωωωω ” όλο χαρά η παιδική φωνούλα. Η κυρία ξεκαρφιτσώνει με οργή το αρκουδάκι από το ρούχο της, σηκώνεται λίγο και το πετάει έξω από το μισάνοιχτο παράθυρο. Ξανακάθεται με ένα ουφ ανακούφισης.
Οι επιβάτες γύρω κρυφοκοιτάζουν κάνοντας σα να μη συμβαίνει τίποτα. Τώρα θα κατάλαβε η λεπτεπίλεπτη κοπέλα γιατί παρέμενε άδειο το κάθισμα,﮲ κάτωχρη κλείνει το βιβλίο της και γυρίζει να δει με ενδιαφέρον μήπως η κυρία χρειάζεται κάτι . Γυρίζει στο πλάι ,την κοιτάζει στα μάτια αλλά δεν προλαβαίνει να την ρωτήσει εκείνη της χώνει μια τόσο δυνατή αγκωνιά στην κοιλιά που την κάνει να αφήσει τσάντα και βιβλίο να κυλήσουν κάτω και να διπλωθεί από τον πόνο. “Ανακατεύεσαι στη ζωή μου…εγώ το μεγαλώνω…εμένα θα ακούει τι του λέω” οργισμένη η φωνή της ακούγεται πέρα ως πέρα. Κανείς δεν βοηθάει την κοπέλα να μαζέψει τα πράγματά της για να κατεβεί στην Ομόνοια. Οι διπλανοί ακούνε να λέει τρυφερά στην κυρία καθώς σηκώνεται «μην ανησυχείς Δώρα, δεν πρόκειται να ανακατευτώ πάλι, εσύ το μεγαλώνεις το παιδί, όχι εγώ». Την ακουμπάει στον ώμο και πάει στην πόρτα να κατεβεί. Πατώντας στο πεζοδρόμιο ίσως σκέφτεται πως δεν περίμενε καμιά συγγνώμη από την κυρία με το αρκουδάκι αλλά μήπως χρειαζόταν να της ζητήσει εκείνη συγγνώμη για το θράσος της να μιλήσει στον ενικό παίζοντας το ρόλο της γιαγιάς;
Το τρόλεϊ συνεχίζει για το Παγκράτι, όπως πάντα.
Πηγή: fractalart.gr