Μέσα από την αποσπασματική και ελεύθερη αφήγηση του έργου επιχειρείται μια καταβύθιση στον ψυχισμό ενός ανθρώπου με πορεία δύσβατη˙ με τα βουνά, τη θάλασσα και τους ανέμους της Τήνου έντονα παρόντα, μια σκιά πάντα να ακολουθεί, μια ανάμνηση έρωτα να ξεπηδά, και τη μάχη με το σκίτσο και το γλυπτό να ζωντανεύει.
Σημειώσεις από το ημερολόγιο της Αργυρώς Χιώτη στην Τήνο
«Ο Γιανούλης ανεβαίνει στο βουνό διαρκώς. Πήγαινε στους μύλους και καθόταν ψηλά, για έμπνευση, του άρεσε γιατί έβλεπε τον Πύργο από τη μία, τα Υστέρνια από την άλλη. Το λατομείο, η μεγάλη αποκάλυψη: απόκοσμο τοπίο, φουτουριστική κατακόμβη πέτρας, πράσινου μαρμάρου. Στον δρόμο πεταμένο ένα πτώμα γουρουνιού σε προχωρημένη σήψη. Στο λατομείο, το ανθρώπινο σώμα φαντάζει ελάχιστο. Οι όγκοι της πέτρας ορθώνονται πελώριοι και αδιαμφισβήτητοι. Ίσως επιστρέψουμε για γύρισμα με Σίμο, με το λαϊκό τραγούδι της μάνας, "τα χώματα, τα χώματα… δως μου φιλί, δως μου φιλί... εγώ σου ’δωσα το όνομά μου". Πρώτες δοκιμές με το γυμνό σώμα της Τζω, ζεστασιά στον πάγο. Η αντήχηση της φωνής είναι ασύλληπτη.