Παρασκευή, 04 Φεβρουαρίου 2022 17:31

Μπελκάντο

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

kallasΔιήγημα από την Καρολίνα Μέρμηγκα

Όλες οι επιστολές είναι από το βιβλίο του Τομ Βολφ, Μαρία Κάλλας. Γράμματα και αναμνήσεις. Όλες τα «λόγια» της Μαρίας Κάλλας είναι δικά της, από το βιβλίο ή από συνεντεύξεις δικές της ή άλλων. (Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τχ. 125, στο πλαίσιο του μικρού αφιερώματος στη Μαρία Κάλλας)

 Ι.

52 χρονών, δεν είναι πολύ. Νέα γυναίκα είναι ακόμα. Εδώ άλλες φτιάχνουν τη ζωή τους απ’ την αρχή σ’ αυτήν την ηλικία. Και κρατιέται στα κιλά της, με δυσκολία βέβαια αλλά κρατιέται (ποιος δεν ξέρει καλύτερα από μένα: να συζητάμε κάθε μέρα πόσες θερμίδες έχει το καθετί, αλλά βγάζοντας απ’ έξω το αλκοόλ, αυτό δεν το συζητάμε). Χρόνια τώρα, τα κιλά που έχασε δεν τα ξαναπήρε.

Και τη φωνή που έχασε δεν την ξαναπήρε. Κι ούτε θα την ξαναπάρει. Έτσι λέει ο Φερρούτσο. Μπορεί, δεν ξέρω. Ο Φερρούτσο ξέρει, ή λέει ότι ξέρει. Πάντως διαβάζει στις εφημερίδες τις κακίες που γράφουν γι’ αυτήν – δηλαδή ό,τι γράφουν, γιατί μόνο κακίες γράφουν. Ο Φερρούτσο ισχυρίζεται ότι είναι γνώστης της μουσικής και παίρνει αυτό το σπουδαίο ύφος επαναλαμβάνοντας ότι «έχασε τις πάνω νότες της» και κάτι τέτοια – ένας majordomo είναι, ένας αναβαθμισμένος οικονόμος με πάρα πολύ ελεύθερο χρόνο, και καμιά φορά του το λέω και θυμώνει, η αλήθεια όμως είναι ότι τη λατρεύει μ’ έναν τρόπο που εγώ δεν θα τη λατρέψω ποτέ. Γιατί για εκείνον είναι η divina, η θεά. Της το ’πε μια φορά κι αυτή κάρφωσε πάνω του τα μαύρα της μάτια, σκληρά σαν γρανίτης, και του είπε με εκείνο το χαμόγελο σαν μαστίγιο, «ίσως θα ’ταν καλύτερα αν εσύ κι όλοι οι άλλοι που θαυμάζετε τόσο τη θεϊκή μου φωνή αναβάλλατε αυτό το “αθάνατη” για μετά το θάνατό μου. Τότε θα μπορούσα κι εγώ να κάθομαι αναπαυτικά πάνω σε κάποιο σύννεφο και να κοιτάζω κάτω απολαμβάνοντας το θέαμα, αντί ν’ αγωνιώ για το αν θα καταφέρω να βγάλω τις ψηλές μου νότες».

Ο Φερρούτσο βασανίζεται με όλα αυτά, δεν ξέρει πώς να απαντήσει, σκύβει το κεφάλι και της ανοίγει την πόρτα για να βγει για τη βόλτα της – όταν θελήσει να βγει δηλαδή, που συμβαίνει όλο και πιο σπάνια. Όμως εγώ δεν βασανίζομαι, μόνο κάθε πρωί και κάθε βράδυ κρατώ στα χέρια μου το βάρος των μελαχρινών της μαλλιών και τα βουρτσίζω. Ξανά και ξανά, γιατί την ηρεμεί. Σκληρή τρίχα, τραχιά, χοντρή, ανθεκτική. Όπως μου έμαθε η μαντάμ Λετισιά (τότε, παλιά), δεν φαλακραίνεις με τέτοια τρίχα. Ασπρίζεις, ναι, και πρέπει να τα βάφεις συνέχεια γιατί αυτή η τρίχα μακραίνει γρήγορα, αλλά δεν φαλακραίνεις. Εγώ λοιπόν βουρτσίζω τα ωραία της βαριά, μακριά, στιλπνά μαλλιά, τα τυλίγω γύρω από την παλάμη μου κι αυτά ξεχειλίζουν, και μετά τα γυρίζω γύρω από το κεφάλι της σε κότσο μεγαλειώδη, βασιλικό, όπως της αρέσει. Ή, αν τη δω κάπως χαλαρή, αν έχει πιει το ουισκάκι της κι έχει βάλει πάλι στο γραμμόφωνο τους παλιούς της δίσκους, τα αφήνω να πέσουν γύρω απ’ τους ώμους της, μακριά και βαριά και λαμπερά, μια κουρτίνα να την σκεπάζει μέχρι να γείρει το κεφάλι και να αποκοιμηθεί.

kallas4Ακόμα νέα στα 52 της, ναι. Κι εκείνα τα βράδια που αφήνει τα μαλλιά της κάτω και κουλουριάζεται στην ιβουάρ πολυθρόνα της ακούγοντας τους παλιούς της δίσκους με το ουίσκι δίπλα της, εκείνα τα βράδια που το πρόσωπό της μαλακώνει κι η έκφρασή της η τρομερή γλυκαίνει, και τα μακριά της δάχτυλα με τα γαμψά νύχια χαλαρώνουν και τα μάτια της (τα μάτια τα πελώρια κι έξαλλα με τις διεσταλμένες κόρες, τα μάτια της ξετρελαμένης παρατημένης ερωμένης, της ιέρειας, της παιδοκτόνου, της Νόρμα και της Τόσκα και της Μπάτερφλαϊ) γίνονται βελούδο – εκείνα τα βράδια, κάτι από τη νιότη της που δεν έχει ακόμα τελείως παραιτηθεί αναδύεται στην επιφάνεια. Αποκοιμιέται έτσι, και νωρίς το επόμενο πρωί, μόλις ο χλωμός παριζιάνικος ήλιος γλιστρήσει μέσα από τις κατεβασμένες γρίλιες, φωνάζω τον Φερρούτσο και τη σηκώνουμε απαλά και την πάμε στο κρεβάτι της για να ξυπνήσει εκεί – και το σώμα αυτό το αναίσθητο που κουβαλάμε, τυλιγμένο μέσα στη μεταξωτή robe de chambre με τις χρυσαφιές δαντέλες να γλιστρούν πάνω του σαν μικρά αστραφτερά φιδάκια, το σώμα αυτό που μαριναρισμένο στα υπνωτικά και το αλκοόλ και τη θλίψη δεν αντιστέκεται πια, μένει για λίγο ακόμα βυθισμένο σε κάτι που μοιάζει με γαλήνη. Την ξαπλώνουμε στο κρεβάτι της, της βάζουμε τη μάσκα πάνω στα μάτια και την αφήνουμε κλείνοντας απαλά την πόρτα, έτσι ώστε όταν θα ξυπνήσει η προηγούμενη νύχτα να μην έγινε ποτέ – άλλη μια νύχτα που δεν έγινε ποτέ.

Κι όταν της φέρνω τον δίσκο με το πρωινό και της λέω «καλημέρα» εκείνη, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και κοιτώντας από το παράθυρο τα γυμνά κλαδιά των μεγάλων δέντρων του δρόμου, μου λέει «Ξέρεις ποιο είναι το καλό της σημερινής μέρας; Ότι είναι μια μέρα λιγότερη για να ζήσω».

Εμένα αυτά με εκνευρίζουν πολύ. Ακουμπάω απότομα το δίσκο στα γόνατά της και τραβάω με δύναμη το πάπλωμα να το ισιώσω.

«Μη μου θυμώνεις, μη μου θυμώνεις» μουρμουρίζει με την πειρακτική και πονηρή φωνή που χρησιμοποιούσε κάποτε με τους δημοσιογράφους.  

«Είστε νέα ακόμα, madame», της απαντώ ξερά.

Αναστενάζει, λίγο θεατρικά (το χούι δεν χάνεται): «Το μπελκάντο, Μπρούνα[1], είναι στενός κορσές. Που πρέπει να τον φοράς, σ’ αρέσει-δεν σ’ αρέσει».

Τέτοια μου λέει κι εγώ ούτε που τα καταλαβαίνω ούτε που με νοιάζουν. Πιάνω τη βούρτσα, αρπάζω μια τούφα απ’ τα μαλλιά της και βουρτσίζω. Σηκώνει το κεφάλι, τα μάτια της σπιθίζουν μ’ ό,τι χιούμορ της έχει απομείνει (δεν είχε ποτέ της και πολύ): «Μην εκνευρίζεσαι και μη μου τραβάς το μαλλί, αυτό μου έλειπε να μείνω και φαλακρή. Το μπελκάντο είναι σαν τη ζωή. Μ’ αρέσει-δεν μ’ αρέσει, αυτή είναι τώρα η δική μου».

«Ανοησίες», μουρμουρίζω. «Να βγείτε, να δείτε κόσμο, να τους πείτε να έρθουν εδώ. Όλη μέρα τηλεφωνούν κι όλη μέρα εγώ τους λέω “η Madame είναι στο κομμωτήριο, η Madame κάνει πεντικιούρ, η Madame είναι στο μπάνιο”. Ε, στο τέλος βαριούνται και δεν ξαναπαίρνουν».

Κλείνει τα μάτια, οι δυο ρυτίδες στα πλαϊνά της μύτης της βαθαίνουν. «Το ευτυχισμένο πουλί βγαίνει έξω και τραγουδά, το δυστυχισμένο γυρνά στη φωλιά του και πεθαίνει. Η Κάλλας χάθηκε κι η Μαρία την ακολούθησε. Ό,τι θέλουν πια από εμένα, θα το βρουν στη μουσική μου».

Κάτι τέτοια μου λέει κι εγώ εκνευρίζομαι.

 

ΙΙ.

kallas3Αυτός τώρα πέθανε. Και καλύτερα, λέω εγώ, που μας είχε τρελάνει κάθε βράδυ να έρχεται εδώ απ’ έξω και να την ταράζει – μια φορά μάλιστα, που δεν του άνοιγε, την απείλησε ότι θα έριχνε την κεντρική πόρτα κάτω με τη Ρολς Ρόις του. Αλλά πάλι, δεν φανταζόμουνα ποτέ ότι τόσο πολύ θα την πείραζε. Τόσο πολύ. Τι της έδωσε πραγματικά, παρά μόνο πίκρα και ταπείνωση; Την έκανε ίδια με τις δυστυχισμένες εκείνες ηρωίδες που τραγουδούσε, προδομένη, ξεγελασμένη και παρατημένη. Και οργισμένη. Κοιτούσε τις φωτογραφίες του στις εφημερίδες, του Ωνάση με Τη Χήρα δίπλα του, και το στόμα της γινόταν σαν άνοιγμα σπηλιάς γεμάτης νυχτερίδας: «Πληρώνουν και θα πληρώσουν, και οι δυο. Θα το δεις»[2], ψιθύριζε κι εγώ ανατρίχιαζα γιατί, ναι, σαν τις Μήδειες και τις Νόρμες της γινόταν. Αλλά μετά ερχόταν αυτός εδώ τα βράδια, ούτε που τον ένοιαζε η Κέννεντι, ερχόταν εδώ (ένα κουρέλι ήταν στα τελευταία του) και καθόντουσαν και μιλούσαν σιγανόφωνα και μετά, όταν αυτός έφευγε, έβλεπα τα μάτια της μέσα στον καθρέφτη ζωντανά όπως παλιά – ακόμα και τα μαλλιά της, σαν πιο ελαστικά μέσα στα χέρια μου, με καινούργια ζωή. Κι έπεφτε να κοιμηθεί μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη, χωρίς χάπια, χωρίς ουίσκι και χωρίς δίσκους στο γραμμόφωνο, μόνο μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη.

Τι να πω; Την ξεγέλασε και την ταπείνωσε, κι όσο κι αν έλεγε εκείνη πως ο γάμος του με Τη Χήρα δεν ήταν από έρωτα αλλ’ απ’ την ανάγκη του να κατακτά, όλο να κατακτά, γεγονός παραμένει ότι τη διέλυσε. «Τι μοναχική ζωή με περιμένει όμως![3]», έλεγε στους φίλους της. Κι ένα βράδυ γύρισε το πρόσωπό της προς το μέρος μου γυμνό, χωρίς καμία προστασία, και μου ψιθύρισε «υπάρχουν στιγμές που δυσκολεύομαι να αναπνεύσω».[4] Και πραγματικά, έτσι ήταν, το έβλεπα: η ανάσα της κόπηκε. Και πώς να τραγουδήσει, χωρίς ανάσα;

Όσο ζούσε αυτός, ζούσε κι εκείνη. Και μετά, αφού αυτός πέθανε, εκείνη μετρούσε τις μέρες. Αχ αυτοί οι ΄Έλληνες, αυτή τους η ανάγκη να ξαναζούνε τις τραγωδίες τους. «Με τη Νόρμα έχουμε πολλά κοινά, Μπρούνα», μου έλεγε καμιά φορά – κι εγώ βούρτσιζα δυνατά, εκνευρισμένη.

 

ΙΙΙ.

Η μητέρα της την καταριόταν, την καταριόταν κανονικά. Και στα ελληνικά: «Είμαι μητέρα σου και είσαι κόρη δική μου. Σε εσπούδασα διά να ζήσω ώς το τέλος της ζωής μου. Προς Θεού, μην τολμήσετε κι οι δυο σας και σκεφθείτε να γεννήσετε παιδιά. Θα πληρώσετε με το χειρότερο νόμισμα. [...] Χωρίς την ευχήν μου και την αγάπην μου, θα φθαρούν όλα χωρίς να το νιώσεις πώς»[5]. Αυτά τους έγραφε, στον Μπαττίστα και σ’ εκείνην, κι ο νους του ανθρώπου δεν το χωρά: μα μάνα να λέει τέτοια, επειδή θέλει χρήματα από την κόρη της;

Κι έπειτα κι αυτός ο Μπαττίστα, ο αγαπημένος (κάποτε) «Τίττα» της: Άγγελος και διάβολος. Μου ’χε στείλει εκείνο το γράμμα, γραμμένο μέσα στο «Χριστίνα» που έπλεε στα ζεστά νερά της Μεσογείου κάτω από τον καυτό ελληνικό αυγουστιάτικο ήλιο. Κι ενώ κάτω από τα μάτια του πλεκόταν ο έρωτας της γυναίκας του με τον Ωνάση, έρωτας ίδιος κι απαράλλακτος μ’ εκείνους που τραγούδαγε η Μαρία στις όπερές της. «Αγαπητή Μπρούνα», μου έγραψε, «εσύ ξέρεις, τα ξέρεις όλα! Ασύλληπτο αυτό που συμβαίνει! Εσύ, η μόνη που γνωρίζεις την ψυχή της κυρίας σου και κυρίας μου, πλησίασέ τη με την καρδιά σου και πες της μια κουβέντα. Μία μόνο! Σε παρακαλώ θερμά. Ο Θεός να σε έχει καλά και να σ’ το ανταποδώσει. Αντίο Μπρούνα, σ’ εσένα εναποθέτω τις ελπίδες μου»[6].

Να της πω μια κουβέντα; Ναι αμέ, πολλές. Αλλά όχι εκείνες που ήθελε ο κύριος Μενεγκίνι: της είπα να είναι ευτυχισμένη. Χάιδευα βουρτσίζοντας τα μακριά της μαλλιά, η κάθε τρίχα να σπιθίζει μέσα στα δάχτυλά μου (από τα μαλλιά της και μόνο καταλάβαινα ότι αυτή η γυναίκα είχε ξαναγεννηθεί – ή μάλλον γεννηθεί, επιτέλους) και την άκουγα να μου μιλάει για τον Ωνάση χαμογελώντας και κουνούσα το κεφάλι μου, και της έλεγα: να είσαι ευτυχισμένη. Όλοι πρέπει να είναι όσο πιο ευτυχισμένοι μπορούν, για όσο μπορούν. Να είσαι ευτυχισμένη. Και την έκανε ευτυχισμένη, τότε, ο Αρίστος της, και του ’γραφε ανοησίες όπως όλοι οι ερωτευμένοι άνθρωποι: «Με κάνεις να νιώθω βασίλισσα του κόσμου, αγάπη μου. Είμαι δική σου, μπορείς να με κάνεις ό,τι θέλεις»[7]. Ανοησίες, γιατί ήταν ήδη βασίλισσα, από μόνη της. Αληθινή. Δεν χρειαζόταν ούτε εκείνον ούτε κανέναν άλλο για να είναι.

Ναι, αμέ, της είπα πολλές κουβέντες. Αλλά όχι αυτές που ήθελε «το ανθρωπάκι» όπως τον αποκαλούσε στο τέλος, που είχε μεταφέρει όλα της τα χρήματα στο όνομά του. Ή έτσι λένε. Εγώ δεν ξέρω απ’ αυτά. Ξέρω μόνο ν’ αναγνωρίζω την ευτυχία, όταν τη βλέπω μπροστά μου. Και την απελπισία.

 

ΙV.

Προχτές της τηλεφώνησε ο Ντάριο.[8] Την άκουσα να του μιλάει μονολεκτικά. Προφανώς τη ρώτησε για άλλη μια φορά τι κάνει (τι να ρωτήσει ο άνθρωπος;), κι εκείνη του απάντησε με την καινούργια της φωνή, τη στεγνή κι επίπεδη, την πεθαμένη: «τίποτα». Έτσι είναι. Δεν κάνει πια τίποτα, αφού δεν μπορεί να ανεβεί στη σκηνή.

Λένε και λένε για την προσωπική της ζωή, τους έρωτες και τις τραγωδίες της αλλά, αν βγάλεις απ’ έξω τη μουσική, ούτε υπήρξε ούτε υπάρχει τίποτα. Πραγματικά, τίποτα. Χωρίς τη μουσική δεν υπήρξε ούτε η Κάλλας αλλ’ ούτε κι η Μαρία. Ζούσε απ’ αυτήν, ήταν φτιαγμένη απ’ αυτήν, κι ίσως η αληθινή της τραγωδία ήταν ότι το κατάλαβε πολύ αργά. Θυμάμαι κάτι που είχα διαβάσει κάποτε (ναι, ακόμα και εγώ πού και πού διάβαζα): «Στη σκηνή είναι σαν όχι να τραγουδάει, αλλά να μιλάει. Και σαν αυτό που λέει να λέγεται για πρώτη φορά. Όπως με τους μεγάλους ηθοποιούς, όταν λένε ‘To be or not to be” κι εμείς γινόμαστε ένα με τον Άμλετ. Όταν ακούς την Κάλλας δεν είναι ποτέ μια παθητική εμπειρία: είσαι εκεί ενώ η Βιολέτα εκλιπαρεί, ενώ η Νόρμα απελπίζεται. Άλλες σοπράνο τραγουδούν, αλλά η Κάλλας μιλάει στο Θεό – με φωνή που άλλοι βρίσκουν μαγευτική κι άλλοι όχι».[9] Είχα ακούσει τον Τούλιο Σεραφείμ, που τη λάτρευε κι αυτός, να την αποκαλεί  “Una grande vocacca” – σαν να λέμε: η μεγάλη φωνακλού. Δεν έχει σημασία αν η φωνή της ήταν μελωδική ή όχι, σωστή ή όχι: μιλούσε με τον Θεό. Κι όσοι τη γνώρισαν και την αγάπησαν αληθινά, αυτό, το κατάλαβαν. «Για μένα ο ρόλος της ζωής σου είναι στη σκηνή. Μικρή σημασία έχει αν δεν πρόκειται να σε ξαναδώ ποτέ πια παρά μόνο στη σκηνή, όπου εσύ, μια μεγαλοφυΐα, μπορείς να αποδίδεις ρόλους όπως δεν έχουν αποδοθεί ποτέ από κάθε είδους μετριότητες» της έγραψε εκείνη η ανεκδιήγητη η Έλσα Μάξουελ, που όμως την είδε, την είδε πραγματικά.[10]

 

V.

Ε, ναι, τσακώθηκε με όλους. «Αν κάτι είναι αδιαμφισβήτητο, είναι η φήμη που έχει για την τάση της να χειρίζεται τις επαγγελματικές της υποθέσεις  με τον ίδιο μελοδραματικό οίστρο που δείχνει επί σκηνής». Θυμάμαι εκείνη τη δήλωση του Μπινγκ[11] που την είχε τσούξει, τη δήλωση που έκανε το γύρο του κόσμου αφού την «έδιωξαν» από την Μετροπόλιταν. Την κατηγορούσαν για τα καπρίτσια και τα νάζια της κι ότι παραμελούσε τη φωνή της, ότι γλένταγε και τα ’χε ρίξει όλα στον κόκορα. Και λοιπόν; Ήταν 35 χρονών, και είχε ανάγκη να διασκεδάσει, να γελάσει, να κάνει έρωτα. Ήταν 35 χρονών αλλά οι θεές δεν επιτρέπεται να έχουν ηλικία: ούτε νιότη ούτε φθορά.

Κι έπειτα, όλοι τα ήθελαν όλα απ’ εκείνην. Με κοιτούσε μέσα από τον καθρέφτη και μου ’λεγε με παράπονο τιμωρημένου παιδιού, «η Λαίδη Μακμπέθ, Μπρούνα,  χρειάζεται φωνή βαριά, πυκνή, ρωμαλέα. Πρέπει να αποπνέει κάτι σκοτεινό. Η Βιολέττα πάλι είναι άρρωστη, θέλει φωνή εύθραυστη, εξασθενημένη, λεπτή, που να ακροβατεί από το ένα πιανίσιμο στο άλλο. Μια φορά μου έκαναν το κομπλιμέντο να με κατηγορήσουν ότι η Βιολέττα μου ακουγόταν κουρασμένη –μα ναι, άρρωστη και κουρασμένη η Βιολέττα, τι άλλο; Αλλά δεν τους νοιάζει η φωνή μου, με υποχρεώνουν μέσα σε μια εβδομάδα να την κάνω γροθιά και μετά χάδι και μετά αρρώστια και μετά μίσος και μετά χάδι πάλι, κι ας καταστραφεί».

«Ίσως όμως δεν πρέπει να τσακωνόσαστε τόσο, madame…»

kallas2«Με αποκαλούν τίγρη, το ξέρεις; Αλλά όχι επειδή παίζω τους πιο δραματικούς ρόλους, όχι· αλλ’ επειδή ο Εουτζένιο[12], που με ξέρει τόσο καλά, θυμήθηκε εκείνο το παλιό ρητό που λέει “όποιος ιππεύσει την τίγρη δεν μπορεί πια να ξεπεζέψει”. Κι οι περισσότεροι, ανόητοι όπως είναι, δεν το κατάλαβαν, δεν κατάλαβαν τι εννοούσε: η τίγρη που ίππευσα είναι το μεθύσι μου με την επιτυχία. Και δεν μπορώ να ξεπεζέψω. Και μη μου τραβάς τα μαλλιά, γιατί όσο κι αν προσπαθήσω δεν θα μπορέσω ποτέ να ξεπεζέψω».

Δεν ξέρω αν συγχωρεί (όπως λέει στις συνεντεύξεις της), πάντως δεν ξεχνάει ποτέ τίποτα. Αυτό είναι σίγουρο. Χτες το βράδυ της έφερα για επιδόρπιο το παγωτό που της αρέσει τόσο πολύ: το κοίταξε χαμογελώντας σκληρά (υπήρξε ποτέ χαμόγελο σκληρό σαν το δικό της;) και μου είπε με φωνή σιγανή, τρομακτική: «Ήμουνα πολύ νέα κι είχα μόλις τραγουδήσει Αΐντα στη Βερόνα –είχα τραγουδήσει μ’ όλη μου την ψυχή. Κι ένας Ιταλός κριτικός έγραψε πως του ήταν σχεδόν αδύνατον να βρει διαφορά ανάμεσα στα πόδια των ελεφάντων που ήταν πάνω στη σκηνή και στα δικά μου. Ευχαριστώ Μπρούνα, αλλά δεν θα φάω παγωτό».

Και τη βλέπω, σ’ εκείνες τις συνεντεύξεις της στην τηλεόραση, ντυμένη σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο, άκαμπτη, με το μαλλί της ακούνητο, κοκαλωμένο όπως και το μόνιμο χαμόγελό της που δεν φτάνει ποτέ στα μάτια της. Και ξέρω γιατί είναι έτσι: «Η δική μου φωνή είναι λίγο “σκούρα”, κάπως στρογγυλεμένη, σωστά; Αν προσπαθήσω να την ελαφρύνω χάνω τα πάντα, ακόμα και την ευκολία. Αντί να ακούγεται φυσικό, το αποτέλεσμα προδίδει την προσπάθεια και τότε χάνω τις ψηλές νότες. Πρέπει να ανοίγω το στόμα με χαμόγελο και να τραγουδώ. Αυτό που χρειάζεται είναι η υποστήριξη της αναπνοής. Το διάφραγμα, σωστά; Όταν αυτό είναι σταθερό και δυνατό, η φωνή δεν τρέμει»[13]. Πόσο προσπαθεί να μην τρέμει, η δύστυχη –ειδικά όταν δεν έχει πια αναπνοή.

Και την ακούω που λέει διάφορα, σε διάφορους. Και τα πιο εξωφρενικά ψέματα, και τις πιο βαθιές αλήθειες. Πότε λέει ότι λάτρεψε τον Μενεγκίνι, ότι ήταν η ασφάλειά της, και πότε ότι ποτέ δεν χάρηκε τον έρωτα μαζί του, ότι την έκλεψε στα οικονομικά ελέγχοντας την περιουσία της. Πότε δηλώνει ότι δεν είχε αντιζηλίες κι έχθρες με κανέναν, άδικα την κατηγορούν, και πότε ότι της φέρθηκαν άσχημα και δίκαια αμύνεται. Καταλαβαίνει, λέει, δεν έχει καμιά πικρία μέσα της, αλλά εγώ βλέπω τις χαρακιές που απλώνουν βαθιά ρυάκια στο πρόσωπό της, ρυάκια δηλητηριασμένα. Είναι ίσως και αλήθεια και ψέματα όλα αυτά, γιατί ήταν απ’ όλα, γιατί όλα πέρασαν γύρω της και πάνω της και μέσα της.

Αλλά εγώ μιαν αλήθεια μόνο ξέρω για εκείνην. Και τη βλέπω κάθε πρωί που ξυπνά με βλέμμα θολό και κάθε βράδυ που βάζει στο γραμμόφωνο τους παλιούς της δίσκους και κουλουριάζεται, σαν να προσπαθεί να φυλακίσει τις νότες μέσα στην αγκαλιά της. Είναι αυτό που λέει κι ο Φερρούτσο: «Η μουσική της είναι η αλήθεια της. Όλα βρίσκονται εκεί μέσα. Σε κάθε της παράσταση». Για majordomo, καλά τα λέει.

 

VI.

53 χρονών, είναι νέα ακόμα, αλλά ξέρω ότι μια από αυτές τις μέρες θα πεθάνει. Το βλέπω, ο θάνατος την περιτριγυρίζει λαίμαργα κι εκείνη τον φλερτάρει με το σκληρό της χαμόγελο, με τα αγριεμένα της μάτια. Ξέρω ότι μια από αυτές τις μέρες θα πεθάνει και θα είναι, στο θάνατο, όμορφη και γαλήνια όπως δεν ήταν σχεδόν ποτέ στη ζωή.[14]

Κι αυτό που φοβάμαι, αυτό που φοβάμαι πιο πολύ, είναι πόσες φορές ακόμα θα πεθάνει. Γιατί τώρα είναι αληθινά ανυπεράσπιστη – σαν όλους τους νεκρούς, αλλά εκείνη ακόμα πιο πολύ. Δεν θα σταματήσουν να φτιάχνουν ιστορίες παίρνοντας ξέφτια από τη ζωή της, κουρελάκια που κι εκείνη η ίδια δεν κρατούσε πια γιατί ήξερε ότι δεν είχαν σημασία. Ξέφτια και κουρελάκια: γιατί και βέβαια είχε κι εκείνη, όπως όλοι μας, δικαίωμα να ονειρεύεται (ακόμα κι αν έχεις παίξει τη Νόρμα όπως κανένας άλλος πριν από εσένα, μπορείς να ονειρεύεσαι να γίνεις σύζυγος και μητέρα), αλλά ήξερε ότι ονειρευόταν. Και το ‘λεγε: «Το όνειρο δεν είναι η πραγματικότητα. Πραγματικότητα είναι η δημιουργία, η αξιοπρέπεια».[15] Αυτό που φοβάμαι λοιπόν πιο πολύ κι από το θάνατό της είναι τις ασχήμιες και τις ανοησίες που θα πουν και θα κάνουν στο όνομά της, προσπαθώντας, τάχα, να τη διηγηθούν. Να διηγηθείς την Κάλλας; Αλλά μετά διασκεδάζω κιόλας, γιατί τη θυμάμαι να χαμογελάει μ’ εκείνο το πονηρό, σκληρό της χαμόγελο, ενώ τα μάτια της δεν χαμογελούσαν καθόλου: «Κι όμως είναι τόσο εύκολο, τόσο απλό να διαβάζεις τη μουσική. Γιατί δυσκολεύονται τόσο;»

[1] Μπρούνα (Bruna Lupoli), οικονόμος της Κάλλας από το 1955 ώς το θάνατό της. Mαζί με τον Φερρούτσο (Ferruccio Mezzadri), θεωρούνταν οι πιο έμπιστοί της άνθρωποι.

[2] Επιστολή στην Ελβίρα Ντι Ιντάλγκο, 29/10/1968.

[3] Επιστολή στον John Ardoin, μουσικοκριτικό των Dallas Morning News, 13/9/1968.

[4] Επιστολή στην Ελβίρα Ντι Ιντάλγκο, 16/6/1968.

[5] Επιστολή της Ευαγγελίας Καλογεροπούλου (Κάλλας) στην κόρη και τον γαμπρό της. 

[6] Επιστολή του Μενεγκίνι στην Μπρούνα, 18/8/1959.

[7] Επιστολή στον Αριστοτέλη Ωνάση (ο οποίος είχε ήδη σχέσεις με την Ζακλίν Κέννεντυ), 30/1/1968.

[8] Ντάριο Σόρια (Dario Soria), συνιδρυτής της εταιρείας και ετικέτας με την οποία η Κάλλας ηχογράφησε πολλούς δίσκους, και στενός της φίλος. 

[9] Terrence McNallyThe Guardian 5/5/1997.

[10] Επιστολή της κοσμικογράφου Έλσα Μάξουελ, Δεκέμβριος 1957.

[11] Rudolph Bing, διευθυντής της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης, Νοέμβριος 1958.

[12] Eugenio Gara, συγγραφέας, δημοσιογράφος και μουσικοκριτικός της Corriere della Sera.

[13] Επιστολή στην Ελβίρα Ντε Ιντάλγκο, Νέα Υόρκη, 28/1/1946.

[14] «Ήταν ωραία και στο θάνατο, όσο όταν έπαιζε την Τραβιάτα», είπε ο πρώην ιμπρεσάριός της, Μισέλ Γκολτζ, που την είδε. «Στο πρόσωπό της δεν υπήρχε η παραμικρή σύσπαση». 

[15] Επιστολή στον Πιερ Πάολο Παζολίνι, 21/7/1971.

Σ.Δ. Live εκτελέσεις:

1)  Maria Callas sings "Casta Diva" (Bellini: Norma, Act 1)  2)  Maria Callas:Bizet's Carmen Habanera

3)  Maria Callas "La Wally"  4)  Maria Callas - Puccini - O mio babbino caro  

Πηγή:  booksjournal.gr/pezografia  

Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 06 Φεβρουαρίου 2022 19:19
Λάκης Ιγνατιάδης

Ραβδοσκοπία ατζαμή

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση