Κι αυτός δεν είναι ένας καλός λόγος για να βρει έναν τρόπο να τιμήσει τον Θοδωροαγγελόπουλο ο δήμος Κερατσινίου Δραπετσώνας, παρόλο που δεν ήταν δημοφιλής στους δημότες του, να τον τιμήσει, έστω με μία αναμνηστική πλάκα, μία στάση, μια οδό, ένα αφιέρωμα, ένα βραβείο, κάτι τέλος πάντων βρε αδελφέ;
Το ζητάω αυτό μιας κι ολες οι ταινίες του μου άρεσαν, άλλες λίγο, κάποιες αρκετά και τρεις (Ο μελισσοκόμος, Το μετέωρο βήμα του πελαργού και το Βλέμμα του Οδυσσέα) πολύ. Όλες πάντως είχαν από κάθε άποψη κάτι εντελώς δικό του που εμφανώς το πάλευε να μη του γίνει στυλ. Κάτι, που με ένα χαλαρό τρόπο, που αρκετές φορές έφτανε στο βαρετό, με οδηγούσαν με μία αργή πτήση από τη γνώση του δένδρου της ψυχής στην εικόνα του δάσους του βάθους της και τούμπαλιν. Μια διαδρομή που μέσα στα χρόνια ήταν ίδια και ταυτόχρονα διαφορετική και που είχε θέα στο νόημα του τέλους, του θανάτου που έσταζε από παντού μέσα από πανέμορφα πλάνα - γέφυρες ανάμεσα στην ιστορία των ανθρώπων και στην ιστορία του κόσμου. Κατά βάθος όμως ο Αγγελόπουλος πάντα μιλούσε για ήττες, της αριστεράς, του έρωτα, της τέχνης, της πολιτικής, της Ελλάδας, του ανθρώπου. Και παρόλο που με έπειθε δίχως να με συγκινεί, πάντα όταν έβγαινα από την αίθουσα κάτι μέσα μου κλωτσούσε.
Στο ελληνικό κοινό δεν άρεσε ιδιαίτερα ο Αγγελόπουλος, μετά μάλιστα τον "Μεγαλέξανδρο" όλο και σχετικά πιο λίγα εισιτήρια έκοβαν οι ταινίες του. Άρεσε όμως στους κριτικούς και στα φεστιβάλ του κόσμου όπου κέρδισε τόσα βραβεία όσες όλες μαζί οι άλλες ελληνικές ταινίες. Στις Κάνες μάλιστα κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα με το "Μία αιωνιότητα και μία μέρα" (1998) και το Μέγα Ειδικό Βραβείο με "Το βλέμμα του Οδυσσέα" (1995) που οι κριτικοί του περιοδικού Time το ψήφισαν στις 100 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Άρεσε επίσης πολύ στο Γιαπωνέζικο και στο Γαλλικό κοινό.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το κείμενο του Θ. Αγγελόπουλου, «αντί προλόγου», στην έκδοση του 1992 με το σενάριο της «Μιας αιωνιότητας και μιας μέρας», για τον τρόπο που γεννιέται μια ιδέα, «η ιδέα μιας ταινίας».
Ο «τρόπος», ριζωμένος στην αιωνιότητα, ακλόνητος και νέος, αιφνιδιάζει γιατί δεν αλλάζει. Είναι ο ίδιος. Σαν να μην πέρασε μια μέρα: «…Εκείνος που θα πει ότι η ιδέα τού γεννήθηκε καθώς κοίταζε ένα δέντρο, θα ’χει πει μια αλήθεια κι ένα ψέμα.
Αλήθεια στο βαθμό που σ’ έναν περίπατο σταμάτησε να κοιτάξει το δέντρο, χωρίς συγκεκριμένη αιτία, και τίποτα δεν έμοιαζε να υποβάλλει τίποτα. Ούτε το σχήμα του δέντρου ούτε το χρώμα ούτε η παλιά πληγή στον κορμό οδηγούσαν σε μια ιδέα.
Ψέμα στο βαθμό που τη στιγμή που σταμάτησε να κοιτάξει το δέντρο, από μια διεργασία υπόγεια, ημερών, μηνών ή χρόνων, που γινόταν μυστικά μέσα του, μια φράση ακουσμένη τυχαία στο δρόμο πριν καιρό ή διαβασμένη σε βιβλίο, μια ασήμαντη είδηση στις εφημερίδες, μια εικόνα ναρκωμένη ή κοιμισμένη στο βάθος της αποθήκης εικόνων που έχει ο καθένας, ανασύρθηκε ξαφνικά, μεταμορφωμένη, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή. Η στιγμή έγινε έτσι απροσδόκητα προνομιακή συνάντηση με το ανείπωτο.
Το δέντρο δεν είχε παίξει κανένα ρόλο. Ηταν αθώο.
(…) Η περίοδος που προηγείται του γραψίματος ενός σεναρίου είναι μια περίοδος υγρασίας, με παράξενες μεταβλητές, φαινομενικά αδικαιολόγητες ευαισθητοποιήσεις.
Εναλλαγές αφηρημάδας και ωριμότητας. Είναι μια περίοδος διπλής ζωής. Το θορυβώδες μέρος του εαυτού σου ζει την καθημερινότητα όπως πάντα, ενώ το αθόρυβο πλέκει μυστικά, με υλικά αόρατα, αυτό που κάποτε ωριμάζοντας θα βγει στην επιφάνεια, σε ώρα ανύποπτη, διασχίζοντας με καταπληκτική ευκολία όλα τα φίλτρα της καθημερινότητας. Εκείνος που θα πει ότι η ιδέα μιας ταινίας του γεννήθηκε καθώς κοίταζε ένα δέντρο, λέει αλήθεια».