Το ένα με το γραφικό χαρακτήρα της αγαπημένης της συγγραφέα. Χαμογέλασε, μέσα της περισσότερο. Τα γνώριμα πλαγιαστά γράμματα, με δασείες, ψιλές, περισπωμένες. Αντί για όνομα αποστολέα είχε τα αρχικά της στην πίσω πλευρά του φακέλου. Μαζί κι ένα υστερόγραφο που καθώς φαίνεται το πρόσθεσε εκ των υστέρων, αφού έκλεισε το γράμμα. Δεν το άνοιξε γιατί τα χέρια της ήταν λερωμένα. Όμως τα αρχικά της έτσι ζωηρά που ήταν αποτυπωμένα, σχεδόν ζωγραφισμένα, έφεραν μπροστά στα μάτια της την εικόνα μιας πινακίδας αυτοκινήτου. Πλάκα έχει… ο αριθμός κυκλοφορίας του πρώτου ολοκαίνουριου αυτοκίνητου που απόχτησαν νιόπαντροι είχε αυτά τα δυο γράμματα κι έτσι το έλεγαν μεταξύ τους.
Σκούπισε τα χέρια της καλά κι άνοιξε το γράμμα. Μια κάρτα εικονίζει μια παράξενη γυναικεία μορφή με μια γάτα. Λίγα λόγια, πολύ συναίσθημα και στην κατακλείδα η παρότρυνση να περάσει απ’ το σπίτι όποτε θέλει. Εκείνη τη στιγμή της ήρθε να τα παρατήσει όλα και να ετοιμαστεί να πάει. Κατά κανόνα όμως δεν κάνει αυτό που θέλει αυτόματα, την ίδια στιγμή. Το αφήνει να πάρει το χρόνο του ή το δρόμο του. Κι εξάλλου δεν αφήνει δουλειές στη μέση. Με τη σειρά τους όλα. Εκτός απροόπτου βέβαια.
Κάθισε πάλι στη θέση της κι άρχισε να καθαρίζει το ψυγείο πρώτα από μέσα. Μηχανικά, το μυαλό της ήταν αλλού. Πώς τόλμησε αυτή να πλησιάσει ανθρώπους του πνεύματος, όπως λέμε. Τρεις ανθρώπους που θαύμαζε κι εκτιμούσε ιδιαίτερα. Να τους πλησιάσει και σιγά-σιγά να αποκτήσει μια σχέση μαζί τους, φιλική σχεδόν. Και πώς δεν τόλμησε νωρίτερα να το κάνει σε δυο περιπτώσεις που τόσο το ήθελε αλλά χάθηκαν απ’ τη ζωή πριν το αποφασίσει. Θες η φυσική της δειλία, θες οι υποχρεώσεις που την καθηλώνουν στην προσπάθεια να τις διεκπεραιώσει, ελπίζοντας πάντα ότι αύριο θα βρει το χρόνο και όχι μόνο χρόνο αλλά θα έχει και την καλή διάθεση και την ξεκούραστη ώρα που θα την οδηγήσει πέρα από τα τετριμμένα, τα καθημερινά. Πέρα από την ανάγκη. Σε κείνα τα μη αναγκαία αλλά πολύτιμα, της ψυχής .
Και του σώματος βεβαίως. Γιατί όταν ήταν μικρά τα παιδιά της , αφού τέλειωνε το μεσημέρι κατάκοπη, το πολύτιμό της ήταν να ξαπλώνει – κυρίως το χειμωνιάτικο καιρό. Πάνω από τη μαλακή καφέ κουβέρτα και κάθετα στο κάτω μέρος του κρεβατιού με την εφημερίδα στα χέρια. Ήταν η ώρα που έμπαινε ο ήλιος στην κρεβατοκάμαρα, γλύκαινε την κούραση, χαλάρωνε το σώμα. Χωρίς να προλάβει να γυρίσει στη δεύτερη σελίδα έκλειναν τα μάτια της για κανένα μισάωρο. Αυτό ήταν. Μια παράδοση άνευ όρων που έγινε καθημερινή ρουτίνα, όσο έμειναν σε κείνο το σπίτι το νοικιασμένο. Ο μεσημεριανός πολύτιμος χαμένος χρόνος.
Μεταφέροντας τα πλυμένα και σκουπισμένα γυάλινα ράφια του ψυγείου από το νεροχύτη και προσπαθώντας να τα βάλει σωστά στη θέση τους αναλογίστηκε πόσες φορές στη ζωή της τα παράτησε όλα πίσω, προκειμένου να κάνει κάτι άλλο, κάτι άχρηστο. Τρεις φορές που γράφτηκε σε γυμναστήριο με απόσταση δεκαετίας μεταξύ τους. Την τελευταία το άφησε οριστικά το άθλημα. Βρήκε καλύτερο τρόπο άσκησης το περπάτημα. Εκεί δε σε ορίζει ο γυμναστής ή το όργανο. Στο δρόμο η εικόνα αλλάζει συνεχώς και το μυαλό δουλεύει ανεξάρτητα. Κάνει τη δική του διαδρομή. Ήλιος ή φεγγάρι, κρύο ή αεράκι, υγρασία ή ζέστη βοηθάνε αλλιώς. Σπρώχνουν και την ιστορία που πλέκει ο νους.
Κουβαλάει τα πράγματα να ξαναμπούν στη θέση τους. Της πέφτει ένα γυάλινο μπολ κάτω στα πλακάκια, ευτυχώς με λίγο μόνο τριμμένο τυρί, κι έγινε θρύψαλα. Το παθαίνει τελευταία. Πότε ένα ποτήρι, πότε ένα βαζάκι. Τις πρώτες φορές εκνευριζόταν με τον εαυτό της, βλαστημούσε για την παραπανίσια δουλειά. Το προσεκτικό μάζεμα των γυαλιών, το σκούπισμα με την ηλεκτρική, το σφουγγάρισμα. Σιγά-σιγά έγινε απαθής. Ε… και… τι έγινε, σιγά το πράγμα. Με την ησυχία της το τακτοποιούσε , όπως τώρα, και συνέχιζε. Ακόμα και ένα ακριβό δώρο, κρυστάλλινο, που της είχε γλιστρήσει απ’ τα χέρια, δεν το έκλαψε.
Τι άλλο άχρηστο έκανε ποτέ; Πολλά χρόνια πίσω, ίσως και είκοσι, η πίεση απ’ τη δουλειά και το σπίτι την οδηγούσε συχνά-πυκνά στο σπίτι της φιλενάδας για καφέ. Συνήθως όταν σχολούσε νωρίς κι είχε ένα κενό μέχρι να γυρίσουν τα παιδιά απ’ το σχολείο. Αντί να γυρίσει κατευθείαν στη ρουτίνα της οδηγούσε το μικρό αυτοκίνητο στην αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτήν του σπιτιού. Γαλλικός, φρέσκος ο καφές. Η μυρωδιά την έπιανε καθώς ανέβαινε τα σκαλιά κι η φιλενάδα της είχε ανοίξει κιόλας την πόρτα για να την υποδεχτεί. Πάστρα, τάξη κι ηρεμία. Η κουζίνα ευρύχωρη, φωτεινή, με τραπέζι στη μέση και τις κούπες έτοιμες εκεί που κάθονταν και τα λέγανε. Μικρά και μεγάλα. Αγωνίες, εκμυστηρεύσεις, χαρές και λύπες. Έφευγε ξαλαφρωμένη. Ήταν η δική της ώρα, η κατά-δική της.
Καμάρωσε το ψυγείο που έλαμπε και μοσχοβολούσε με τα πράγματα άψογα τακτοποιημένα- τουλάχιστον για κάποιες μέρες ακόμα. Πάνω στον πάγκο που τώρα έμεινε άδειος ήταν το κινητό της. Θυμήθηκε την άλλη , νεώτερη φιλενάδα που πάσχει από τον πρόσφατο χαμό του αδελφού της. Της έστειλε ένα μήνυμα. Κούνησε το κεφάλι σαν να μονολογούσε. Λένε ότι οι άνθρωποι μεγαλώνοντας δεν κάνουν νέες φιλίες .Είναι δισταχτικοί, κουμπωμένοι και μένουν στις παλιές. Κι όμως αυτή τη φιλενάδα την απόκτησε έχοντας περάσει τα σαράντα της κι είναι μια φιλία που θα κρατήσει ως το τέλος, σίγουρα.
Είχε μόλις χάσει τον πατέρα της. Ξαφνικά. Οδυνηρή κατάσταση, κλεισμένη στο σπίτι και στον εαυτό της. Κάποιος στη δουλειά ανέφερε την εγκύκλιο για τις ξένες γλώσσες. Δήλωσε έτσι ,χωρίς να πιστεύει ότι θα πάει. Την ημέρα που θα άρχιζαν τα μαθήματα ήταν καθηλωμένη και σκεφτόταν όλη αυτή την απόσταση, να πηγαινοέρχεται δυο φορές τη βδομάδα στο κέντρο της Αθήνας και ν’ αφήνει και τα παιδιά μόνα μέχρι να γυρίσει ο άντρας της απ’ τη δουλειά- που συνήθως αργούσε. Δεν κατάλαβε πώς και γιατί. Σηκώθηκε, ντύθηκε στα μαύρα, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Φόρεσε κι ένα κολιέ με κίτρινα κεχριμπάρια για να μην είναι τόσο σκοτεινή. Είπε στα παιδιά ότι τελικά θα πάει, να πιάσει τα Αγγλικά από κει που τα είχε αφήσει κάποτε. Φτάνοντας στην αίθουσα των ενηλίκων που περίμεναν την Αμερικανίδα καθηγήτρια, ξαναείπε μέσα της ότι αν της φανεί χαμένος κόπος και χρόνος θα τα παρατήσει αμέσως. Μπήκε κι έκατσε δίπλα σε μια πολύ νέα γυναίκα με χαρούμενο πρόσωπο και γλυκά μάτια. Έτσι άρχισε μια δυνατή φιλία κι ένας χρόνος κερδισμένος παρότι άχρηστος.
Απομάκρυνε την καρέκλα που καθόταν μπροστά στο ψυγείο και την έβαλε στη θέση της. Έπιασε την πόρτα του ψυγείου ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο γάλα να βεβαιωθεί ότι ήταν καλά βιδωμένο το καπάκι. Καμιά φορά στάζει αν δεν είναι σωστά κλεισμένο, έτσι που το βάζει πλαγιαστό κι όχι όρθιο γιατί δεν χωράει. Έκλεισε το ψυγείο κι ήταν σα να τέλειωσε την κουβέντα που άρχισε μαζί του πρωί-πρωί. Τώρα έμεινε να το καθαρίσει εξωτερικά με το υγρό καθαρισμού που έστεκε κει δίπλα. Μέσα δεν το χρησιμοποιεί, μόνο ξύδι και σόδα .
Χτύπησε το τηλέφωνο. Η φιλενάδα της. Να κανονίσουν μια βόλτα να κερδίσουν το χαμένο χρόνο τους.
7/2/13