Ο ίδιος ο ορισμός της αγνοημένης τούτης πλευράς είναι ζητούμενο. Κι αυτό διότι πρόκειται για έναν χώρο ασαφώς οριοθετημένο, όχι τόσο επειδή ο αστερισμός των στοχαστών που τον συνθέτουν είναι εν πολλοίς άγνωστος, όσο διότι η σκέψη τους δεν έχει τύχει της επεξεργασίας και της προσοχής που της πρέπει.
Η αιτία αυτής της «παράλειψης» πρέπει μάλλον ν’ αναζητηθεί στην ίδια την ουσία των ιδεών αυτού του ιδιότυπου πνευματικού χώρου, ο οποίος παρά την ατελή του συγκρότηση, διαθέτει παρ’ όλα αυτά έναν αρκετά σαφή άξονα αναφοράς.
Κι ο άξονας αυτός δεν είναι άλλος από την κριτική στον πολιτισμικό φιλελευθερισμό - σ’ αυτό το κυρίαρχο ιδεολόγημα των ημερών μας που δεν συναντά παρά ελάχιστες αντιστάσεις. Μιλώντας για πολιτισμικό φιλελευθερισμό, μιλάμε στην πραγματικότητα για την αναγωγή της προσωπικής επιλογής σε ιερή αξία και σε ύψιστο κριτήριο ανάλυσης της κοινωνικής πραγματικότητας.
Μιλάμε βεβαίως και για μια αντίληψη της ελευθερίας, νοούμενης ως άρσης κάθε καταναγκασμού, βάσει της οποίας το άτομο οφείλει να απαλλαγεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα από κάθε πρόσδεση, από κάθε υποχρέωση, από καθετί που απαιτεί απ’ αυτό ν’ αναβάλει έστω και για λίγο την ικανοποίηση της προσωπικής του επιθυμίας.
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται ο πυρήνας της σκέψης του Ρικάρ και η πνευματική του συγγένεια με συγγραφείς όπως ο Φιλίπ Μιρέ, ο Ζαν-Κλοντ Μισεά, ο Ζαν-Μαρκ Μαντοζιό και ο Φρανκ Νταμούρ, βιβλία των οποίων μας έχουν προσφέρει στο παρελθόν οι ίδιες εκδόσεις.
Ο Ρικάρ στο εν λόγω δοκίμιο αναζητεί την προέλευση αυτού που ονομάζει «λυρικό πνεύμα» - δηλαδή, καταρχάς, μιας «αίσθησης ιδιοκτησίας του κόσμου». Η πρώτη μεταπολεμική γενιά -οι νεολαίοι των κινημάτων του ’60-’70- εισέβαλαν στο ιστορικό προσκήνιο ως φορείς μιας εκ θεμελίων αναγέννησης. Απαιτούσαν, μας λέει ο συγγραφέας, να ξαναφτιάξουν τον κόσμο από την αρχή και καλούσαν για μια γενική ανακαίνιση της κοινωνίας.
Η κοινωνία όλη είναι για ξήλωμα -αυτό ήταν!- ο κόσμος είναι ουσιωδώς προσωρινός. Που πάει να πει: το παρελθόν συνιστά βάρος. Ολες οι παραδόσεις, τα ήθη, τα «πρέπει» που εμποδίζουν την ακώλυτη ατομική έκφραση, το απεριόριστο ξεδίπλωμα του εαυτού, πρέπει να αφανιστούν αυτοστιγμεί!
Οτιδήποτε δεδομένο -το απ’ αλλού δοσμένο- είναι απαράδεκτο κι οφείλει να αλλάξει ή έστω να βελτιωθεί προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες και στις επιθυμίες των ανθρώπων. Κι αυτό με τη σειρά του απαιτεί μια πραγματικότητα εύπλαστη, έναν κόσμο ελατό. Εναν άνθρωπο που τίποτα δεν θα τον εμποδίζει να παρατήσει τα πάντα ανά πάσα στιγμή χωρίς καμιά ευθύνη, τύψη ή ντροπή, μια κοινωνία που εχθρεύεται κάθε αξία ικανή να της προσδώσει έστω και τη στοιχειωδέστερη στερεότητα. Η απελευθέρωση του ατόμου προϋποθέτει τελικά έναν κόσμο ελαφρύ.
Σ’ αυτή την «ελαφρότητα του κόσμου» στέκεται ιδιαίτερα ο Ρικάρ επιχειρώντας να μας αποκαλύψει τις σκοτεινές της πλευρές. Περιγράφει με μεγάλη διεισδυτικότητα τούτο το αίσθημα της «άπειρης ανοιχτότητας», την ιδέα ότι το μέλλον δεν μπορεί να υπάρξει παρά μοναχά ως άρνηση του παρελθόντος.
Η λυρικότητα, μας λέει, μετατρέπεται σταδιακά σε στάση ζωής, ξεφεύγει από τα στενά όρια της πρώτης αυτής γενιάς κι αποκτά μέγεθος. Τώρα πια αποτελεί τον βασικό μοχλό της κοινωνίας της κατανάλωσης και της μαζικής κουλτούρας, ανάγοντας την επιθυμία σε δικαίωμα και υποχρέωση ταυτόχρονα.
Μετατρέπεται έτσι σε έναν νέου τύπου δεσποτισμό, «στον άνευ όρων θρίαμβο της ελευθερίας του ατόμου», όπως το θέτει ο συγγραφέας, «δηλαδή στην υποχρέωση να είσαι μόνο αυτό: άτομο, “ιδιώτης”, φορολογούμενος, καταναλωτής, τηλεθεατής· να μην κάνεις “χρήση” παρά μόνο αυτών των ιδιοτήτων σου».
Να τη λοιπόν η λυρική αυτή γενιά στην οποία όλοι μας ανήκουμε. «Να την που ανασκουμπώνεται για να φέρει εις πέρας το αριστούργημά της», γράφει με διαυγή πικρία ο Λάκης Προγκίδης στο επίμετρο του βιβλίου. Και το αριστούργημα αυτό είναι το εξής: «Ν’ απομονώσει τον άνθρωπο, να τον εγκλωβίσει στην υπό συνεχή παρακολούθηση ιδιωτική του σφαίρα, να φτιάξει άλλως πως τον εν κενώ κοινωνίας άνθρωπο».
Το «ελεύθερο άτομο» λοιπόν είναι ένα άτομο περίκλειστο, ένα άτομο απομονωμένο και μυγιάγγιχτο. Μήπως εδώ πρέπει τελικά ν’ αναζητήσουμε τους λόγους για τους οποίους η σκέψη του Φρανσουά Ρικάρ δεν έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να διεισδύσει στη δημόσια συζήτηση και στους προβληματισμούς των –εδώ και καιρό αμήχανων– διανοουμένων; Διότι προσφέροντάς μας το πορτρέτο της λυρικής γενιάς, ο Φρανσουά Ρικάρ μας προσφέρει μαζί κι ένα πορτρέτο του εαυτού μας.
Ομως εμείς όταν κοιτιόμαστε στον καθρέφτη, θέλουμε να βλέπουμε μόνο ένα πρόσωπο τέλειο. Εχουμε εθιστεί σε μια κουλτούρα ουσιωδώς ναρκισσιστική που στόχος της δεν είναι παρά να μας σαγηνεύει και να μας καθησυχάζει επαναλαμβάνοντάς μας ότι έχουμε δίκιο να είμαστε όπως είμαστε, να σκεφτόμαστε ό,τι σκεφτόμαστε και να αγνοούμε ό,τι αγνοούμε. Και γι’ αυτό το βιβλίο του Ρικάρ έχει αξία: προσπαθεί να μας βγάλει απ’ αυτή την οδυνηρή και συνάμα τόσο βολική μοναξιά.
*Αρχαιολόγος
Για το βίο και το έργο του Φ.Ρικάρ στη Βιβλιονέτ
«Η εισβολή της "λυρικής γενιάς" ήταν μια τρομερή καταστροφή» , μία συνέντευξη του Φ.Ρικάρ στον Τάσο Τσακίρογλου
ΠΗΓΉ: efsyn.gr