Ο κινηματογράφος, δεν χρειάζεται συζήτηση, είναι από τα πάθη της ζωής του. Και έχει τη δύναμη, αυτός ο «αυτοδίδακτος», όπως επιμένει, να μας παρασύρει στις απόψεις του, να μας φωτίζει ταινίες και σκηνοθέτες με τον ιδιαίτερο τρόπο του, να μας θυμίζει πόσο ξεμάθαμε στα μεγάλα, βαθιά, πρωτότυπα κριτικά κείμενα για την έβδομη τέχνη. Σαν κι αυτά που συγκέντρωσε πρόσφατα στον μικρό τόμο «Φωτεινό σκοτάδι» (εκδόσεις Πατάκη). Ηταν μια καλή ευκαιρία να μιλήσουμε μαζί του για κινηματογράφο.
• Να τη και η κινηματογραφική πλευρά σας, που είναι η λιγότερο ίσως προβεβλημένη, αλλά και «αδικημένη». Συμφωνείτε;
Αν θέλετε να μιλήσουμε για «αδικίες», τότε θα πρέπει ν’ αναφερθώ στη μεγαλύτερη αδικία που έκανα εγώ στον εαυτό μου: δεν διδάχθηκα να παίζω ή/και να γράφω μουσική. Γιατί μπορεί η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος να είναι οι μεγάλες μου αγάπες, με όποια σειρά κι αν τις βάλετε, αλλά η μουσική είναι η λατρεία μου. Είναι παράξενο, το ομολογώ, αλλά ισχύει: ένας υπηρέτης δύο κατ’ εξοχήν αφηγηματικών τεχνών, της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου, ορκίζεται σε μια άλλη τέχνη, την ύπατη, αυτήν που το μεγαλείο της συνίσταται και στο ότι δεν μπορείς να την αφηγηθείς!
• Γιατί νιώσατε την ανάγκη να βγάλετε αυτό το βιβλίο και πώς το «χτίσατε»;
Το «Φωτεινό σκοτάδι» είναι μια επιλογή κειμένων μου για τον κινηματογράφο που τα περισσότερα δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και, αργότερα, περιλήφθηκαν σε συλλογές δοκιμίων μου, μαζί με κείμενα για τη λογοτεχνία και ψευδοδοκίμια.
Δεν πρόκειται για «κριτικές», πάντως, με τη στενή έννοια του όρου· είναι ερωτικές εξομολογήσεις σε δημιουργούς του κινηματογράφου που τα έργα τους με γαλούχησαν και με διέπλασαν, είναι εκμυστηρεύσεις μου ελπίζοντας σε «ευήκοα ώτα» για να μοιραστώ τον έρωτά μου, είναι, όπως απαντώ στερεότυπα όταν μου υποβάλλουν αυτή την ερώτηση, «σημειώματα σε μποτίλιες ευλογημένου ναυαγού, που αναζητούν παραλήπτη, ραβασάκια σαν αυτά που τα μεταφέρουν παραμάνες στα έργα του Σέξπιρ, προξενέματα».
• Θυμάστε πότε και πού αρχίσατε να γράφετε για κινηματογράφο;
Εγραφα πάντα ένα σημείωμα όταν γύριζα από τη θέαση μιας ταινίας που με είχε συναρπάσει, σαν να ’θελα να ντύσω τη συγκίνηση με λέξεις μη μου κρυώσει, σαν να ’θελα να φυλάξω το θαύμα, έστω και για λίγο, όπως άλλοι κρατούσαν εκείνα τα μονόφυλλα προγράμματα των αθηναϊκών σινεμά, προς τιμήν των οποίων, άλλωστε, το πρώτο και αμιγώς κινηματογραφικό μου βιβλίο (1984) τιτλοφορήθηκε «Η συνέχεια επί της οθόνης…». Πιο συστηματικά, άρχισα να γράφω γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν και δημοσίευσα τα πρώτα μου κείμενα στο περιοδικό «Εποπτεία», για να συνεχίσω στον «Χάρτη», στο «Τέταρτο», στις έξοχες αφιερωματικές εκδόσεις του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και αλλού.
• Πώς μάθατε κινηματογράφο;
Γεννήθηκα στο Κάιρο, όπου και πέρασα τα παιδικά και τα προεφηβικά μου χρόνια, σ’ ένα ιδιότυπο αριστοκρατικό γκέτο των Ευρωπαίων, που δεν επέτρεπαν στα παιδιά τους να παίζουν στον δρόμο και στις αλάνες με τα «Αραπάκια». Ετσι, η μοναδική μας outdoors διασκέδαση ήταν στην ουσία (και ευλογημένα, λέω τώρα) πάλι indoors, αφού κάθε Σαββατοκύριακο του χειμώνα πηγαίναμε σε ένα ή και σε δύο από τα φαντασμαγορικής πολυτέλειας σινεμά του Καΐρου. Μπορώ να πω ότι έχω δει όλες τις αμερικανικές ταινίες της δεκαετίας του 1950, ακόμα και b-movies, πολλές γαλλικές και πολλές ιταλικές, καθώς και ελληνικές. Μάλιστα, η πρώτη μου ανάμνηση από σινεμά είναι όταν η μητέρα μου μας πήγε να δούμε τα (ελληνικά) «Τέσσερα σκαλοπάτια».
Πρέπει να ’μουν πέντε χρονώ… Τα καλοκαίρια, οι επισκέψεις στα υπαίθρια σινεμά ήταν όχι μόνο συχνότερες, αλλά και πιο χορταστικές, αφού βλέπαμε δύο έργα, και το αγαπημένο μας σινεμά ήταν ένα που διέθετε εξώστη, από τον οποίο μπορούσαμε να παρακολουθούμε τι γινόταν και στην οθόνη του διπλανού του! Οταν ήρθαμε οικογενειακώς στην Ελλάδα (1960), η «μανία» δεν καταλάγιασε, αλλά η κρίσιμη μέρα ήταν μια Κυριακή πρωί, λίγα χρόνια αργότερα, όταν πρωτοκατέβηκα τα σκαλιά του «Αστυ» και γράφτηκα στην Κινηματογραφική Λέσχη. Εκεί είδα τον «Πολίτη Κέιν», τον «Κανόνα του παιχνιδιού», τον «Λόγο» και είπα «οπ, εδώ κάτι γίνεται!». The rest is history.
• Αλλαξαν πολύ στη διάρκεια του χρόνου οι προτιμήσεις και οι αγάπες σας; Εχετε κάποιες σταθερές εμμονές;
Είμαι πολυγαμικός. Αλλά οι περισσότερες ερωτικές μου σχέσεις με δημιουργούς ξεκίνησαν, εδραιώθηκαν και συνεχίστηκαν όπως κάθε ερωτική σχέση: δειλή προσέγγιση, φλερτ, δεύτερο ραντεβού, αίσθημα (αν δεν ήταν κεραυνοβόλο), ολοκλήρωση μετά το τρίτο, συμβίωση και, σε κάποιες περιπτώσεις, διαφωνίες, καβγαδάκια, προδοσίες, χωρισμός. Μπορεί δηλαδή όταν πρωτοείδα Γκοντάρ να μου κόπηκε η ανάσα, αλλά αυτό δεν με εμπόδισε να του κάνω μούτρα όταν άρχισε τα μαοϊκά του (τα ξαναφτιάξαμε με «πάθος»).
Εγκατέλειψα τη νυφική παστάδα με τον Χίτσκοκ μετά το πτηνολογικό κιτς ώσπου μου ζήτησε συγγνώμη με «φρενίτιδα». Απάτησα τον Φελίνι με τον Αντονιόνι. Να πέσει φωτιά να με κάψει αν πω τίποτα κακό για τους δημιουργούς της Νouvelle Vague ή του βρετανικού Free Cinema ή τους Αμερικανούς διανοούμενους professionals των δεκαετιών του ‘60 και του ‘70 (Πεν, Πάκουλα, Λουμέτ, Φρανκενχάιμερ κ.ά.). Υιοθέτησα τα παιδιά του Κιαροστάμι και ξαναγύρισα μαζί τους στην αθωότητα αυτής της τέχνης.
Δεν ταιριάξαμε ποτέ με τον Γιαντσό, τον Φασμπίντερ ή τον Βάιντα και δεν τα ξαναβρήκαμε ποτέ με τον Μπερτολούτσι μετά το «La luna», με τον Κόπολα μετά την «Πέγκι Σου» ή με τον Βέντερς μετά τα μισά «Φτερά του έρωτα». Ενας μόνο, Ενας, δεν με πρόδωσε ποτέ, σε Εναν μόνο έμεινα πιστός ώς το τέλος – και μετά το τέλος: Αντρέι Ταρκόφσκι. Κάτι πέθανε μέσα μου όταν πέθανε. Κάτι που δεν ξαναγεννήθηκε ποτέ. Και σήμερα, λυπάμαι που το λέω, μετά τον θάνατο και του Κιούμπρικ, δεν υπάρχει κανείς, μα κανείς, που να περιμένω με λαχτάρα να δω την επόμενη ταινία του… Συμμερίζομαι την απαισιοδοξία του Γκοντάρ: «Ο κινηματογράφος είναι ένα μέσο έκφρασης από το οποίο χάθηκε η έκφραση και έμεινε το μέσο».
• Ποια είναι η σχέση σας με τον κινηματογράφο ως διασκέδαση; Αντέχετε να δείτε απλές, συμβατικές ταινίες ή και σειρές; Να σας φανταστούμε, δηλαδή, να βλέπετε Φιλαράκια ή Bridgerton;
Να με φανταστείτε, να με φανταστείτε. Μετά μανίας κυνηγάω κωμωδίες, αστυνομικά, δικαστικές και ιστορικές σειρές (κατάπια αμάσητες και τις τέσσερις σεζόν του The Crown, αυτής της εκπληκτικής παραγωγής). Οσο για τις «απλές, συμβατικές ταινίες» που με ρωτάτε, πώς μπορώ να μην τις βλέπω; Μ’ αυτές γαλουχήθηκα: με το ξίφος του Στούαρτ Γκρέιντζερ, το πλατσούρισμα του Τζιν Κέλι, τα μάτια της Ελίζαμπεθ Τέιλορ.
Αν κάτι με δίδαξε αυτή η θητεία στο «φωτεινό σκοτάδι» είναι να μην εμπιστεύομαι «συμβατικές» ταινίες, που επιχειρούν να παραβούν και να υπερβούν τις συμβάσεις, που θέλουν να είναι «και κάτι άλλο» (παρακμιακό σύμπτωμα της εποχής). Προσέξτε, όμως: μιλάω για πρόθεση, όχι για πιθανή και καθ’ όλα νόμιμη εκμαίευση υποδόριου νοήματος εκ μέρους του θεατή, επαγγελματία ή όχι. Πιθανόν να βλασφημώ, αλλά δεν ξέρω αν έστω πέρασε ποτέ από τον νου του Φορντ η Ιλιάδα όταν γύριζε το αριστούργημά του («The Searchers»), ούτε αν ο Αλφρεντ Χίτσκοκ, όταν γύριζε το δικό του αριστούργημα («Vertigo»), μπορούσε να υποψιαστεί πόσα σημασιακά επίπεδα θα ανακάλυπταν (ή θα επινοούσαν) αργότερα οι θεωρητικοί.
• Νιώθετε «κριτικός»;
Οχι. Γιατί είμαι αυτοδίδακτος, γιατί δεν έχω κάνει θεωρητικές σπουδές στον κινηματογράφο, γιατί δεν ήμουν παρών στο Σινά όταν ο θεός του κινηματογράφου έβρεχε τον Κανόνα του στους πρωτοπόρους. Μπορώ να εκφράσω την κριτική μου ιδιωτικά, να πω σε φίλους αν μια ταινία είναι κατά τη γνώμη μου καλή ή κακή, με την ίδια έννοια που καθένας μπορεί να πει αν ο καιρός είναι καλός ή κακός χωρίς να χρειάζεται να είναι μετεωρολόγος. Αλλά η κριτική είναι ευθύνη, και αυτή η ευθύνη είναι αντικειμενική, όσο αντικειμενική (οφείλει να) είναι η ματιά του κριτικού.
• Εχετε απολαυστική παρουσία στα σόσιαλ μίντια, γράφοντας για νέες ταινίες. Συχνά είστε αιρετικός, διαφοροποιείστε από όλους, δημιουργείτε θέμα. Το χαίρεστε;
Η αλήθεια είναι ότι πολύ μ’ αρέσει (και πολύ το χρησιμοποιώ) το facebook, το οποίο, στις μέρες μας, όταν δεν σπαράζεται από πολιτικές λογομαχίες (στις οποίες επίσης συμμετέχω ενεργά), είναι ένα πρώτης τάξεως «καλλιτεχνικό καφενείο», ένα «φιλολογικό πατάρι», ένας «Λουμίδης» με, ευτυχώς, λίγους παπαγάλους. Ειδικότερα για τις κινηματογραφικές μου αναρτήσεις, έχω να πω ότι είναι σχόλια γραμμένα συνήθως εν θερμώ και, γι’ αυτό, πόρρω απέχουν από το να μπορούν να θεωρηθούν «κριτικά σημειώματα». Ακόμα και η προσωπική κριτική αποτίμηση θα όφειλε να έρχεται ύστερα από μηρυκασμό της ταινίας, έπειτα από ανακλήσεις λόγου και εικόνων σαν μετασεισμικές δονήσεις φθίνουσας ή αύξουσας έντασης.
Γι’ αυτό και δεν θα μπορούσα ποτέ να γράφω κριτική μιας ταινίας σε εφημερίδα, δύο-τρεις μέρες ή και αμέσως μετά τη θέασή της, ιδίως αν θα ’χα καταρρεύσει με τον κύριο σεισμό. Για να ξαναγυρίσω στο facebook, μέσα σ’ αυτόν τον καθημερινό καταιγισμό απόψεων, αφορισμών και αντεγκλήσεων αστραποβολούν κάποια κριτικά κινηματογραφικά σημειώματα που θα είχαν θέση στο πιο έγκυρο θεωρητικό περιοδικό (αν υπήρχε): Μαρία Γαβαλά, Τάσος Γουδέλης, Μισέλ Δημόπουλος, Θωμάς Λιναράς, Γιάννης Σμοΐλης, Θόδωρος Σούμας… Οσο για το αν κάποια σχετικά σχόλιά μου είναι προκλητικά, ας όψονται οι απίστευτες μετριότητες που μας έρχονται φορτωμένες φοίνικες, αρκούδες και λιοντάρια. Εκεί, ναι, όταν πηγαίνω κόντρα σε περίεργες έως ύποπτες ετυμηγορίες κριτικών επιτροπών, το χαίρομαι.
• Πιστεύετε ότι όντως η κριτική κινηματογράφου περνάει εδώ και χρόνια κρίση (με τα σάιτ, τα αστεράκια κ.λπ.);
Είναι τεράστιο θέμα και δεν αφορά μόνο την κριτική του κινηματογράφου αλλά και όλων των τεχνών: τα ειδικά θεωρητικά περιοδικά έχουν εκλείψει, οι πολιτιστικές σελίδες των εφημερίδων όλο και συρρικνώνονται, ενώ τα σάιτ, ορισμένα σάιτ, προσπαθούν φιλότιμα να καλύψουν την έλλειψη, αλλά πνίγονται κι αυτά από την ανάγκη να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις μιας fast food κριτικής και ανάλυσης προκειμένου να επιβιώσουν. Οσο για τα αστεράκια, πέρα από το ότι αποτελούν κατά τη γνώμη μου το αδιάψευστο σύμπτωμα καρκινοπάθειας του κινηματογραφικού κριτικού και θεωρητικού λόγου (διεθνώς), μου είναι και εντελώς ακατανόητα. Οταν μια ταινία στεφανώνεται με 4,5 αστεράκια, ποιος θα μου εξηγήσει πού χάθηκε το μοιραίο μισό;
• Πεζογραφία, μετάφραση και σινεμά. Πώς, στο καλό, διαχειρίζεστε τον χρόνο σας και μπορείτε όλα αυτά να τα υπηρετείτε συγχρόνως και παράλληλα να ζείτε, ν’ ακούτε κλασική μουσική, να διαβάζετε, να… να… να…;
Ξεχάσατε τον Ολυμπιακό. Ε, λοιπόν, δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι είμαι ευτυχισμένος μέσα σ’ αυτόν τον δημιουργικό λαβύρινθο, ότι δεν με ενδιαφέρει καν να βρω την έξοδο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά όταν, καμιά φορά, περνάω δύο-τρεις ώρες χωρίς να κάνω απολύτως τίποτα, νιώθω ενοχές, σαν να πρόκειται να δώσω λογαριασμό σ’ έναν αόρατο και αυστηρό κελευστή που δίνει τον ρυθμό στην κωπηλασία μου.
• Ποιες φωτογραφίες από ταινίες θα θέλατε να βάλουμε στη συνέντευξή σας;
Είχα σκοπό να σας προτείνω 1.192 φωτογραφίες, αλλά φαντάστηκα ότι θα σας δημιουργούσα πρόβλημα, οπότε περιορίζομαι στις τέσσερις πιο αγαπημένες μου ταινίες: «Ο Πολίτης Κέιν», «Ο Λόγος», «Ταξίδι στο Τόκιο», «Θυσία».
Ο «παλιός καλός ελληνικός κινηματογράφος» είναι μόνο παλιός
• Η σχέση σας με τον ελληνικό κινηματογράφο ποια είναι; Τι αγαπάτε σ’ αυτόν; Τι σας εκνευρίζει;
Αν με εκνευρίζει κάτι, είναι η ακηδία όλων των κυβερνήσεων για το δεύτερο πιο εξαγώγιμο ελληνικό προϊόν μετά το ηλιοβασίλεμα στα Φηρά. Αν με εξοργίζει κάτι, είναι η σκέψη τού πώς θα ήταν σήμερα ο ελληνικός κινηματογράφος αν η δικτατορία δεν έσβηνε ποδοπατώντας με την μπότα της το φιτίλι που ’χε ανάψει κι είχε πάρει τον δρόμο του έναν χρόνο πριν. Αν με παρηγορεί κάτι, είναι το ότι, παρ’ όλα αυτά, μέσα στη χούντα ο Αγγελόπουλος γύρισε την «Αναπαράσταση» κι άρχισε τα γυρίσματα του «Θιάσου», η Μαρκετάκη γύρισε τον «Ιωάννη» και ο Βούλγαρης το «Προξενιό», ανοίγοντας ένα άλλο μονοπάτι που, σιγά σιγά, χάρη στο ταλέντο και, κυρίως, το πείσμα των επιγόνων, ασφαλτοστρώθηκε.
Αυτά που λέω πιο πάνω αφορούν, βέβαια, τη βιομηχανία του ελληνικού κινηματογράφου και όχι τα παράγωγά της (η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να διακρίνω σ’ αυτά ότι συγκροτούν μια σχολή ή ένα κίνημα), οπότε δεν μπορώ να σας απαντήσω αν αγαπώ ή όχι μια βιομηχανία, ούτε αν αγαπώ τον ελληνικό κινηματογράφο περισσότερο ή λιγότερο από τον νορβηγικό ή τον σενεγαλέζικο.
Εχω αγαπήσει πάρα πολλές ελληνικές ταινίες, κάποιες… παράφορα («Ο θίασος», π.χ., ή «Το τελευταίο ψέμα» του Κακογιάννη, αν όχι και τις τέσσερις πρώτες ταινίες του), θεωρώ ότι ο «παλιός καλός ελληνικός κινηματογράφος» είναι μόνο παλιός και, αν θέλετε να προκαλέσω, πιστεύω ότι ο Φίνος, στη χουντική και μεταχουντική του περίοδο, μπορεί να (εξ)έθρεψε πολλούς άξιους κινηματογραφιστές (σκηνοθέτες, διευθυντές φωτογραφίας και άλλους), αλλά είναι υπεύθυνος για τη διαμόρφωση στους θεατές ενός ελεεινού αισθητικού κριτηρίου, υπεύθυνου εν μέρει και για τις άδειες αίθουσες που προβάλλουν ελληνικές ταινίες. Τέλος, με ενοχλεί αφάνταστα ο κριτικός όρος «αξιοπρεπής» προκειμένου περί ελληνικής ταινίας. Τι θα πει αυτό; Πολλά από τα αριστουργήματα του κινηματογράφου (και της τέχνης γενικότερα) είναι αναξιοπρεπέστατα…
Πηγή: efsyn.gr
Σχόλια
Ότι πιο γλυκό έχω ακούσει για τον κινηματογράφο περιλαμβάνεται σ' αυτή την κουβέντα.
Η άδολη αγάπη σ' όλο της το μεγαλείο.
Δεν έχω λόγια!
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.