Η Κέιτι Χαντ ήταν 22 ετών, φοιτήτρια αρχαιολογίας, όταν διαγνώστηκε με καρκίνο των ωοθηκών. Δύο μήνες μετά την ολοκλήρωση της χημειοθεραπείας, καταβεβλημένη και βαδίζοντας με μπαστούνι, βρισκόταν στην Αίγυπτο, στην Κοιλάδα των Βασιλέων, για να πάρει μέρος στις ανασκαφές των τάφων των φαραώ. Στο βλέμμα των συμφοιτητών και των καθηγητών της αναγνώριζε κάτι ανάμεσα σε συμπόνια και φόβο. Έτσι αντιμετώπιζαν, άραγε, τον καρκίνο στην αρχαιότητα; Αυτό το ερώτημα έθεσε στον εαυτό της η νεαρή Aμερικανίδα, η οποία θα άρχιζε έκτοτε να αναζητά τα ίχνη της ασθένειας στα αρχαία κείμενα αλλά, κυρίως, στα οστά των προγόνων μας. Ο καρκίνος ήταν εκεί, απλώς κανείς έως τότε δεν είχε σκεφτεί να κοιτάξει. Εννέα χρόνια αργότερα, στην Χαντ
,οφείλουμε το γνωστικό αντικείμενο της παλαιο-ογκολογίας, που αφορά τη μελέτη της παγκόσμιας ιστορίας του καρκίνου.
«Ο καρκίνος έχει μία ιστορία πολλών χιλιάδων ετών», συνεχίζει ο ογκολόγος Γιάννης Μπουκοβίνας, ο οποίος έχει μόλις αφηγηθεί την ιστορία της Κέιτι Χαντ, ως υπενθύμιση μιας απλής πραγματικότητας: Η ιστορία του ανθρώπινου σώματος είναι αξεδιάλυτα δεμένη με τον καρκίνο. Άλλο τόσο, όμως, είναι δεμένη με την θεραπεία του, με την ανακούφιση του πόνου, την παράταση μιας καλής ποιότητας ζωής, και όλο και περισσότερο, με την πρόληψη. Σε όλες τις εκδοχές, εκ των πραγμάτων, γιατροί, ασθενείς και δυνητικοί ασθενείς είμαστε μαζί. Γι αυτό βρισκόμουν εδώ, σε ένα ογκολογικό συνέδριο*, ανάμεσα σε ογκολόγους και ακτινοθεραπευτές, διεκδικώντας εκείνο το μερίδιο της ενημέρωσης και της γνώσης γύρω από την ασθένεια του καρκίνου, που δεν απαιτεί ιατρικές σπουδές.
Το θέμα της τελετής έναρξης είχε τίτλο «Αστικό περιβάλλον, τοξικότητα της καθημερινής ζωής και καρκίνος». Σήμερα, ένας στους τέσσερις θανάτους στην Αθήνα οφείλεται στον καρκίνο. Στα επόμενα χρόνια, ο καρκίνος αναμένεται να βρεθεί στην πρώτη θέση ως αιτία θανάτου των Αθηναίων, ξεπερνώντας τα καρδιαγγειακά νοσήματα. «Υπολογίστε ότι στην επόμενη εισπνοή σας θα εισπνεύσετε 42% περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα από ό,τι εισέπνεε ο κάτοικος μιας πόλης το 1750», ακούω τον κ. Μπουκοβίνα να παρατηρεί. Oι αντοχές του ανθρώπινου οργανισμού δεν έχουν αλλάξει από τον 18ο αιώνα. «Είναι γνωστό ότι οι συνθήκες εργασίας και ζωής έχουν διπλάσια επίδραση από ό,τι ο γενετικός μας κώδικας, σε ό,τι αφορά την πρόκληση καρκίνου. Αν σε αυτά προσθέσουμε τον τρόπο που υφαίνεται ο κοινωνικός ιστός και οι δoμές που συναντάμε καθημερινά, έχουμε μια πολλαπλάσια πιθανότητα να αρρωστήσουμε», συνεχίζει ο κ. Μπουκοβίνας, πρόεδρος της Εταιρείας Ογκολόγων Παθολόγων Ελλάδας (ΕΟΠΕ).
Ο λόγος όμως που του ζητώ να μιλήσουμε λίγο παραπάνω, μετά το τέλος του συνεδρίου και προτού επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, είναι διότι αιφνιδιάζομαι ακούγοντας έναν ογκολόγο να μιλάει για την ιαματική δράση που μπορεί να έχει η αρχιτεκτονική. Και πολύ περισσότερο, να μιλάει για την ανάγκη του ανθρώπου για την ομορφιά. «Η αρχιτεκτονική δεν είναι απλώς έκφραση προσωπικών φιλοδοξιών. Είναι τα συλλογικά μας αρχέτυπα τα οποία αποτυπώνονται μπροστά στα μάτια μας. Η καλή αρχιτεκτονική μας βοηθάει να γίνουμε καλύτεροι», τον άκουγα να λέει. «Αυτό που μας λείπει συνεχώς είναι η ομορφιά. Η ομορφιά είναι κάτι που χρειαζόμαστε για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Και όταν έχεις όμορφα κτίρια, κάνεις καλύτερες πόλεις, και καλύτερους πολίτες, οι οποίοι μπορούν να αντιδράσουν πιο ώριμα στην καθημερινή τοξικότητα της ζωής μας».
Ζητάω από τον κ. Μπουκοβίνα να μου δώσει αρχικά έναν ορισμό για την τοξικότητα του περιβάλλοντος. «Όταν λέμε τοξικότητα του περιβάλλοντος εννοούμε ορισμένα δομικά χαρακτηριστικά της πόλης τα οποία επηρεάζουν τον ανθρώπινο οργανισμό σε μια σειρά από ασθένειες. Αλλά ας μιλήσουμε για τη σχέση με τον καρκίνο». Μιλώντας για την τοξικότητα, το πρώτο που κοιτάζουμε είναι η μόλυνση της ατμόσφαιρας. «Υπάρχουν φορές που η εκπομπή ρύπων είναι σε υψηλά επίπεδα, ειδικά τις περιόδους που καίγονται ξύλα. Αλλά η Αθήνα κινείται στα επίπεδα των ευρωπαϊκών πόλεων, υπό την έννοια ότι δεν έχουμε εδώ τη μόλυνση που βλέπουμε για παράδειγμα στο Δελχί ή την Καμπούλ, όπου η εκπομπή ρύπων ξεπερνά κάθε όριο ανεκτικότητας.
Το δεύτερο που μας ενδιαφέρει είναι η αναλογία πρασίνου ανά κάτοικο της πόλης. «Ενώ θέλουμε κατά μέσο όρο 9 τετραγωνικά μέτρα πρασίνου ανά κάτοικο, σε κάθε Αθηναίο αντιστοιχεί λιγότερο από ένα. Άρα αντιλαμβάνεται κανείς πόση αξία έχει να αυξήσουμε το αστικό πράσινο με οποιονδήποτε τρόπο, αξιοποιώντας κάθε κενό χώρο», λέει ο κ. Μπουκοβίνας.
Είναι σημαντικό, μου εξηγεί, να κρατήσουμε την ανθρώπινη κλίμακα, δημιουργώντας χώρους που ταιριάζουν με τους εσωτερικούς βιορυθμούς μας. «Δεν είμαστε φτιαγμένοι για τα πολύ ψηλά κτίρια, όπως δεν είμαστε φτιαγμένοι για τα απρόσωπα κτίρια. Η γονιδιακή μας μνήμη δεν τα αναγνωρίζει. Ένα αστικό περιβάλλον το οποίο είναι απρόσωπο, συμπαγές και ψυχρό δημιουργεί στρες, το οποίο σε συνδυασμό με την πίεση της καθημερινότητας πολλαπλασιάζεται, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η εισαγωγική φάση της φλεγμονής, που μπορεί να οδηγήσει αργότερα στον καρκίνο».
Ειδικά τα σχολεία θα έπρεπε κατά τον κ. Μπουκοβίνα είναι αποτελούν πρότυπα οικιστικής ανάπτυξης. Αντί για αυτό, τα παιδιά στα μεγάλα αστικά κέντρα έρχονται κάθε μέρα αντιμέτωπα με χώρους μεγάλης ασχήμιας. «Ένα παιδί που θα μεγαλώνει σε αυτό το περιβάλλον πώς περιμένουμε ότι θα πάρει ερέθισμα για να γίνει καλός πολίτης, να εξελιχθεί σε έναν ώριμο και ενεργό άνθρωπο που θα διεκδικεί την περίθαλψη που δικαιούται να έχει σύμφωνα με το άρθρο 24 του ελληνικού Συντάγματος;». Ο γιατρός επιμένει ότι η διαφορά που θα έκανε η επαφή με το πράσινο για την υγεία των παιδιών είναι επαρκής λόγος για να γίνουν μικρές παρεμβάσεις ακόμη και στα χειρότερα σχολεία. «Πώς δικαιολογείται το τσιμεντένιο προαύλιο; Γιατί να μην κάνουν μια επιλογή που απαιτεί περισσότερη φροντίδα; Έχω βρεθεί σε σχολείο στον Βόλο, όπου οι δάσκαλοι είχαν φτιάξει λαχανόκηπο. Οι μαθητές τους, λοιπόν, αποκτούσαν μια άλλη σχέση με τη φύση».
Του ζητάω να επιστρέψουμε στη σχέση της αρχιτεκτονικής, του δομημένου περιβάλλοντος, με την πρόκληση του καρκίνου. «Ναι, παίζει ρόλο», λέει και συνεχίζει: «Γιατί αυξάνονται τα κρούσματα του καρκίνου; Ένας λόγος είναι ότι ζούμε περισσότερο, βεβαίως, αλλά πρέπει να αναλύσει κανείς όλους τους παράγοντες που μεταβλήθηκαν σε αυτά τα χρόνια. Και ένας από αυτούς είναι ο τρόπος που έγινε η αστική ανάπτυξη», εξηγεί. Ο Γιάννης Μπουκοβίνας έχει στο νου του ένα σχέδιο για την δημιουργία πόλεων που θα φέρουν τον πολύ φιλόδοξο, όπως παραδέχεται, τίτλο «Πόλεις ελεύθερες καρκίνου». Σε αυτό το σχέδιο, η καλή αρχιτεκτονική έχει πρωταρχικό ρόλο.
Πώς θα μπορούσαμε να φτιάξουμε μια τέτοια πόλη; Αρχικά χρειαζόμαστε μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων διαφορετικών ειδικοτήτων, από τον χώρο της αυτοδιοίκησης, το πανεπιστήμιο, τις υγειονομικές δομές, αλλά και τις οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών, όπως και από τον ιδιωτικό τομέα, οι οποίοι θα συνεργαστούν, ξεκινώντας από την καταγραφή των ελλείψεων. «Στη συνέχεια προχωράμε τις ιεραρχήσεις. Χρειαζόμαστε τόπους άθλησης, που να είναι προσβάσιμοι στους πολίτες με χαμηλό κόστος. Χρειαζόμαστε ποδηλατόδρομους. Θέλουμε να πετύχουμε εκπομπή ρύπων στα μέσα μαζικής μεταφοράς μέχρι ένα όριο. Να δώσουμε κίνητρα στους κατοίκους για να πράσινες στέγες και στα εστιατόρια για υγιεινά μενού. Και χρειαζόμαστε δημοτικά ιατρεία που αντί απλώς να μετρούν την πίεση και να κάνουν γενικές αίματος, να αναλαμβάνουν ένα οργανωμένο πρόγραμμα προληπτικού ελέγχου. Και βέβαια χρειαζόμαστε επενδυτές από τον ιδιωτικό τομέα. Αλλά μιλάμε για επενδύσεις που θα αποδώσουν».
Κάθομαι λοιπόν απέναντι σε έναν ογκολόγο ο οποίος μου λέει ότι αν η καθημερινότητά μου γίνει πιο όμορφη, θα είμαι και πιο προφυλαγμένη. Σωστά; «Απολύτως», απαντά. Καθώς ακούω τον γιατρό να μιλάει, κάνω συνειδητές προσπάθειες να μην παρασυρθώ από τη μελαγχολία και τον κυνισμό. Είμαι κάτοικος της μοναδικής ευρωπαϊκής πρωτεύουσας που δεν έχει καν καταφέρει να επιβάλει την απαγόρευση του καπνίσματος. Όπως δεν έχουμε καταφέρει να δώσουμε πάλι ζωή στο κουφάρι που ήταν άλλοτε το πιο όμορφο σινεμά της Αθήνας, το Αττικόν. Σε αυτήν την πόλη, πόσο ρεαλιστικό μπορεί να είναι το σχέδιο που περιγράφει; Ο κ. Μπουκοβίνας δεν εκπλήσσεται από την ομολογημένη απαισιοδοξία μου. «Και όμως, είναι απολύτως ρεαλιστικό. Μακροπρόθεσμο, αδιαμφισβήτητα, αλλά εφικτό. Και ξέρετε, η κοινωνική συνοχή δομείται και από την αρχιτεκτονική εικόνα», λέει.
Και η κοινωνική συνοχή, με τη σειρά της, επηρεάζει την καλή υγεία. Πειράματα σε δροσόφιλες μύγες στις οποίες οι ερευνητές είχαν προκαλέσει καρκίνο, έδειξαν ότι εκείνες που απομονώνονταν παρουσίαζαν ραγδαία επιδείνωση, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες. Και η δροσόφιλα έχει εν πολλοίς το ίδιο γονιδίωμα με τον άνθρωπο. «Δείτε έπειτα το παράδειγμα του Βιλαγκράντε στη Σαρδηνία», συνεχίζει. Ο γιατρός μιλάει για ένα μικρό ιταλικό χωριό με οκτώ φορές περισσότερους υπεραιωνόβιους από την υπόλοιπη χώρα. Μάλιστα, ενώ οι άνδρες ζουν κατά μέσο όρο έξι χρόνια λιγότερα από τις γυναίκες, στο Βιλαγκράντε αυτό δεν ισχύει. «Προσπάθησαν λοιπόν να βρουν την εξήγηση. Και εκείνο που διαπίστωσαν ήταν ότι οι υπεραιωνόβιοι δεν ήταν εκείνοι που ήταν πιο αισιόδοξοι ή που έτρωγαν πιο υγιεινά, αλλά εκείνοι που είχαν φροντίδα από τα παιδιά τους και καλές κοινωνικές σχέσεις, εκείνοι που ποτέ δεν ήταν μόνοι τους. Τα εγγόνια ή δισέγγονα δεν τους εγκατέλειπαν. Η φροντίδα και η κοινωνικοποίηση είναι σημαντικός παράγοντας για να ελαττώσει κανείς το στρες και κατά συνέπεια τα παρεπόμενα στοιχεία της φλεγμονής».
Υπάρχουν έρευνες, που δεν έχουν ακόμη επαληθευτεί σε ανθρώπους, που δείχνουν πώς το μακροχρόνιο στρες δημιουργεί φλεγμονές και άρα τις προϋποθέσεις καρκινογένεσης. Δείχνουν, επίσης, ότι το χρόνιο στρες προκαλεί την αναδιάταξη των λεμφαγγείων που μπορεί να εξαπλώσει πιο γρήγορα τον καρκίνο. Υπάρχει συνεχής έρευνα γύρω από τη σύνδεση του μακροχρόνιου στρες με τον καρκίνο. Αναπόφευκτα αναρωτιέται κανείς αν και κατά πόσο επηρεάστηκε ο αριθμός των κρουσμάτων καρκίνου, τα τελευταία χρόνια, μέσα στην κρίση. Ο κ. Μπουκοβίνας λέει ότι ίσως δεν θα μάθουμε ποτέ τα επιβαρυντικά στοιχεία του καρκίνου μετά την κρίση, καθώς στη χώρα μας δεν έχουμε εθνικό μητρώο καρκίνου. «Αλλά είναι μαθηματικά βέβαιο, το βλέπουμε δίπλα μας, βλέπουμε εισροές στα νοσοκομεία ανθρώπων με καρκίνο. Και καθώς έχω πάντα την επιθυμία να γνωρίζω τον ασθενή που έχω απέναντί μου, έχω διαπιστώσει ότι ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων έχει περάσει μια μεγάλη κρίση τα τελευταία πέντε χρόνια πριν την εκδήλωση της ασθένειας. Συνήθως μια πιεστική οικονομική κρίση», αφηγείται.
Σύμφωνα με έρευνα που έκανε σε τυχαίο δείγμα από όλη τη χώρα το Πανεπιστήμιο της Πελοποννήσου, τα μισά ελληνικά σπίτια έχουν ή είχαν έναν ασθενή με καρκίνο. «Αυτό σημαίνει ότι ο καρκίνος αποτελεί ένα σημαντικό θέμα δημόσιας υγείας. Και προβλέπεται ότι μέχρι το 2030 θα έχει ξεπεράσει τα καρδιαγγειακά νοσήματα σε επίπτωση – δηλαδή σε αριθμό κρουσμάτων», λέει ο κ. Μπουκοβίνας, προσθέτοντας ότι παρά τη σημαντική πρόοδο που έχουμε πετύχει στους τομείς τις πρόληψης και της θεραπείας, η θνησιμότητα παραμένει πολύ υψηλή. Αυτό δεν σημαίνει ότι βρισκόμαστε σε δυσμενή θέση σε σχέση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη.
Για τον πρόεδρο του ΕΟΠΕ, αυτό που αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα είναι να αποκτήσουμε άμεσα ένα Εθνικό Σχέδιο για τον Καρκίνο. Είμαστε ανάμεσα στις δυο ή τρεις χώρες της ΕΕ που δεν έχουν τέτοιο σχέδιο, αν και αναλάβαμε τη δέσμευση απέναντι στην Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ). «Το τελευταίο εθνικό σχέδιο για τον καρκίνο, το οποίο έληξε πριν δυο χρόνια, υπήρχε μόνο στα χαρτιά». Πώς εξηγεί ο ίδιος αυτήν την έλλειψη; «Δεν αποτελεί προτεραιότητα. Πρέπει κανείς να το ιεραρχήσει σαν προτεραιότητα. Αντιλαμβάνομαι την πίεση του να λύσεις τα προβλήματα των εφημεριών στα νοσοκομεία, της στελέχωσης, αλλά θα πρέπει να υπάρχει κι ένα think tank το οποίο θα σκέφτεται και θα σχεδιάζει μακροπρόθεσμα», συνεχίζει φέρνοντας το παράδειγμα του Καναδά. Όσο τεράστιες και αν είναι οι διαφορές μας από τον Καναδά, είναι αυτονόητο πως εκεί οφείλουμε να αναζητήσουμε πρότυπο. «Εκεί έχουν κάνει ένα πλάνο σύμφωνα με το οποίο έως το 2037, θα έχουν λιγότερα κρούσματα, λιγότερους θανάτους και από αυτούς που θα ζήσουν, περισσότεροι θα έχουν καλύτερη ποιότητα ζωής».
Ενώ εμείς υπολογίζουμε ότι θα έχουμε όλο και περισσότερα κρούσματα. Εάν σήμερα ένα στα δύο ελληνικά σπίτια έχει μια εμπειρία με καρκίνο, το 2030 αυτό θα ισχύει για το σύνολο, σχεδόν, των ελληνικών οικογενειών. «Χωρίς οργανωμένο σχέδιο, είτε τοπικά στις περιφέρειες, είτε σε εθνική κλίμακα, δεν μπορείς να κατανείμεις ανθρώπινους πόρους, οικονομικούς πόρους, ενέργεια, αλλά και ιδέες μετασχηματισμού της κοινωνίας για να μπορέσεις να έχεις τη βέλτιστη περίθαλψη». Το πρώτο βήμα, πάντως, μόλις έγινε, εφόσον ανακοινώθηκε η ίδρυση ενός Εθνικού Ινστιτούτου Νεοπλασιών, το οποίο ως συμβουλευτικό όργανο του υπουργείου, θα είναι αρμόδιο για την κατάρτιση του σχεδίου. «Όλα θα εξαρτηθούν από το κατά πόσον αυτό θα είναι ευέλικτο και απομακρυσμένο από λογικές γραφειοκρατίας ή εξυπηρέτησης φίλων που θέλουν να βολευτούν σε θέσεις», επισημαίνει ο κ. Μπουκοβίνας, επαναλαμβάνοντας πόσο κρίσιμο είναι να κάνουμε τον σχεδιασμό με μακροπρόθεσμη προοπτική.
Ένα Εθνικό Σχέδιο για τον Καρκίνο πρέπει να δώσει μεγάλο βάρος στην πρόληψη, συνεχίζει. «Το 50% των καρκίνων θα μπορούσαν να αποφευχθούν με μικρές αλλαγές στον τρόπο ζωής μας, αλλά και παίρνοντας τα απαραίτητα μέτρα, όπως είναι οι εμβολιασμοί για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Αυτή τη στιγμή το εμβόλιο αφορά έφηβες μεταξύ 12-18 ετών, αλλά προφανώς θα είχε νόημα να το κάνουν και τα αγόρια, εφόσον οι άντρες είναι οι φορείς και μεταδίδουν τον ιό HPV στις γυναίκες». Για τον κ. Μπουκοβίνα, η πρόληψη είναι μια διαδικασία που πρέπει να αρχίζει ήδη από το δημοτικό σχολείο.
«Πρέπει να παρεμβαίνουμε με οργανωμένα προγράμματα και η εταιρεία μας είναι έτοιμη και πρόθυμη να το κάνει, όπως έχουμε ενημερώσει τα υπουργεία Υγείας και Παιδείας. Γνωρίζουμε ότι στις δύο τελευταίες τάξεις του Δημοτικού υπάρχει ένα 10% των παιδιών που καπνίζει, ποσοστό που στις πρώτες δύο τάξεις του Γυμνασίου αγγίζει το 15%. Μπορούμε να παρέμβουμε με τους κατάλληλους τρόπους για να βοηθήσουμε τα παιδιά. Να τα κινητοποιήσουμε, επίσης, να μάθουν να τρώνε υγιεινά, να αθλούνται, να μην εκτίθενται άσκοπα στον ήλιο».
Μπορούμε εγκαίρως να εκπαιδεύσουμε μια επόμενη γενιά έτσι ώστε να αντιμετωπίσει λιγότερα κρούσματα καρκίνου. «Και βέβαια πρέπει να καθιερωθεί και ένας εθνικός προσυμπτωματικός έλεγχος, που αποτελεί την δευτερογενή πρόληψη, και αφορά το πότε και ποιος θα κάνει το HPV test για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, την μαστογραφία, την κολονοσκόπηση ή άλλο τεστ για τον καρκίνο του παχέος εντέρου», εξηγεί. Με αυτές τις συνδυαστικές στρατηγικές θα είμαστε σε θέση να πετύχουμε την ελάττωση των κρουσμάτων ή την ανακάλυψη του καρκίνου σε πρώιμο στάδιο.
Σε ό,τι αφορά το σκέλος της αντιμετώπισης, ο κ. Μπουκοβίνας εξηγεί ότι χρειαζόμαστε, εκτός από ογκολόγους, περισσότερους χειρουργούς που έχουν εκπαίδευση στην ογκολογία, αλλά και περισσότερους ειδικούς στην ακτινοθεραπεία. «Αυτό είναι που θα σταματήσει το brain drain, θα βελτιώσει την περίθαλψη και θα φέρει νέες θέσεις εργασίας. Πρόκειται για μια επένδυση που θα μας αποδώσει τα πολλαπλάσια, αλλά είναι μια επένδυση με μακρύ ορίζοντα, που πρέπει να υποστηριχτεί διακομματικά. Δεν είναι θέμα μιας κυβέρνησης για μια διετία ή τριετία», συνεχίζει.
Υπάρχει, έπειτα, το θέμα της περίθαλψης των ασθενών με μεταστατική νόσο. Ο γιατρός περιγράφει πώς πρέπει ως χώρα να οργανώσουμε εκείνες τις υποδομές που θα ανακουφίσουν τόσο τον ασθενή, όσο και την οικογένεια από το βάρος του φορτίου της νόσου. «Δεν καταλαβαίνω γιατί στην Γαλλία μπορούν να στέλνουν μια νοσοκόμα, μια επισκέπτρια υγείας στο σπίτι ενός ασθενή να κάνει ένεση, αιμοληψία ή ό,τι άλλο χρειάζεται, ενώ εμείς δεν μπορούμε. Ενώ πρόκειται για υπηρεσία με χαμηλό κόστος», παρατηρεί ο κ. Μπουκοβίνας, εξηγώντας ότι ένα Εθνικό Σχέδιο για τον Καρκίνο πρέπει να προβλέπει τόσο την οργάνωση της κατ’ οίκον νοσηλείας, όσο και μονάδες οργανωμένης φροντίδας τελικού σταδίου που δεν θα είναι αποθετήρια ψυχών.
«Δεν πετάμε τον άρρωστο σε ένα ίδρυμα, αλλά φροντίζουμε να διατηρεί την αξιοπρέπειά του. Και αυτό αφορά και τον πόνο. Τι θέλει ο άνθρωπος; Θέλει να ρυθμίσει τον πόνο του και να τακτοποιήσει τα του οίκου του, να φροντίσει τα κοινωνικά, οικονομικά, νομικά θέματα που τον περιβάλλουν πριν το τέλος της ζωής του. Αυτή η φροντίδα θέλει οργάνωση». Αυτή η οργάνωση θα μπορούσε να ανατεθεί στις περιφέρειες, συνεχίζει, καθώς διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους. «Ας τους δοθεί αυτονομία, να σπάσουν οι νομοθετικοί φραγμοί και να υλοποιηθούν ρηξικέλευθες προτάσεις με έναν και μόνο στόχο: ένα αποτελεσματικό κράτος». Διότι το κράτος ξοδεύει, χωρίς να είναι αποτελεσματικό. Αυτή τη στιγμή υπολογίζεται ότι το κόστος ενός ασθενούς το τελευταίο τρίμηνο της ζωής του είναι τρεις φορές υψηλότερο από το κόστος των ακριβότερων φαρμάκων στην αρχή της θεραπείας του.
Ο νευρολόγος Όλιβερ Σακς έλεγε ότι για να κατανοήσει ένας γιατρός τα συμπτώματα και την ασθένεια που βασανίζουν τον ασθενή του, πρέπει να προσπαθήσει να γνωρίσει και τον ασθενή. Η αντιμετώπιση της ασθένειας, προϋποθέτει την κατανόηση του συγκεκριμένου κάθε φορά ασθενούς. Πρόκειται για διαδικασίες αξεχώριστες, πίστευε ο «δαφνοστεφής ποιητής της Ιατρικής», όπως είχε χαρακτηριστεί αυτός ο σπουδαίος γιατρός και συγγραφέας ο οποίος πέθανε το 2015 από έναν σπάνιο καρκίνο. Εάν είναι πράγματι έτσι, αυτό είναι κάτι που μόνο οι συνάδελφοί του μπορούν να το απαντήσουν.
«Πρέπει να μάθεις τον άνθρωπο που έχεις απέναντί σου», σχολιάζει και ο κ. Μπουκοβίνας. «Ο Πολ Καλανίθι, ο οποίος ήταν νευροχειρουργός, στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο “Όταν η ανάσα γίνεται αέρας” έλεγε ότι προτού χειρουργήσει έναν εγκέφαλο ήθελε να μάθει τι πίστευε αυτός ο άνθρωπος, ποια ήταν η κουλτούρα του, τα πολιτικά του πιστεύω, η καθημερινότητά του, αν αγαπούσε, αν είχε σχέσεις. Γιατί ετοιμαζόταν να παρέμβει σε ένα κομμάτι που ήταν άβατο. Ξαφνικά ήταν ο εισβολέας». Για τον κ. Μπουκοβίνα, η γνωριμία με τον ασθενή είναι μέρος της θεραπευτικής διαδικασίας. Αλλά και προνόμιο. «Είναι μεγάλο προνόμιο να έχεις απέναντί σου τον ασθενή και να σου ανοίγει την ψυχή του και το σώμα του, και να βλέπεις πληγές οι οποίες ενδεχομένως είναι κρυμμένες εδώ και πολλά χρόνια».
Ως ογκολόγος είναι συχνά, αναπόφευκτα, κοντά σε ανθρώπους που γνωρίζουν ότι βρίσκονται στο τέλος της ζωής τους. Γι αυτό ακριβώς, μου λέει, πιστεύει ακράδαντα ότι ο γιατρός μπορεί να εκπαιδεύει τους ασθενείς του κάθε φορά που έχουν ένα σημαντικό πρόβλημα. Και μαζί να εκπαιδεύει και την οικογένεια. «Γιατί ακριβώς έχει δει την αξία της ζωής, έχει δει τι σημαίνει έξι μήνες ζωής παραπάνω. Όμως όλα έχουν να κάνουν με το πώς έχει περάσει κανείς τη ζωή του. Πόσο πλούσια την έχει ζήσει». Εκείνη τη στιγμή αποτολμώ να τον ρωτήσω τι σκέφτεται για την υποβοηθούμενη αυτοκτονία. Μπορεί να υπάρχει ογκολόγος που δεν έχει σκεφτεί πάνω στο ζήτημα της ευθανασίας;
«Το αίτημα για υποβοήθηση σε θάνατο, κατά τη γνώμη μου, συνδέεται με μια αποτυχία της κοινωνίας, που δεν στέκεται στο ύψος που επιβάλλεται προκειμένου να μην αφήσει έναν άνθρωπο να υποφέρει. Διότι για να ζητήσει κανείς να πεθάνει σημαίνει ότι έχει φτάσει σε ένα κριτικό όριο στο οποίο υποφέρει. Υποφέρει από πόνο, υποφέρει από μοναξιά; Τι δεν έχουμε πετύχει ως κοινωνία; Την ανακούφιση του πόνου», απαντάει. Ούτε ως ιατρική κοινότητα; «Η ιατρική κοινότητα περιορίζεται και από την εκάστοτε νομοθεσία. Αυτή τη στιγμή, στην Ελλάδα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να συνταγογραφήσουμε χάπια μορφίνης σε ασθενή με καρκίνο που σφαδάζει από τους πόνους. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι γραφειοκρατία υπάρχει, για ένα φάρμακο που κοστίζει μισό ευρώ. Επομένως αν έχουμε εμείς ένα στρεβλό νομοθετικό σύστημα, μια στρεβλή άποψη περί αντιμετώπισης του πόνου, αν αφήνουμε έναν άνθρωπο να υποφέρει, αυτό σημαίνει ότι εμείς δεν είμαστε στο ύψος να αντιμετωπίσουμε τον πόνο ή την αναπηρία. Θεωρώ ότι πρέπει να βελτιώσουμε την προσέγγισή μας».
Του λέω ότι κατανοώ ότι το αίτημα για ευθανασία μπορεί να προκαλέσει μια πίεση στον γιατρό, να τον επιβαρύνει. «Ο ασθενής μπορεί να πει τα πάντα στον γιατρό του», αντιλέγει. «Το ερώτημα είναι τι του λείπει εκείνη την ώρα και επιζητά τον θάνατο; Γιατί θέλει να κλείσει τα μάτια του νωρίτερα;» Ο κ. Μπουκοβίνας θα μου αφηγηθεί μια ιστορία. Και έπειτα άλλη μία. «Πριν από μερικά χρόνια, είχα έναν ασθενή με μεταστατικό καρκίνο του πνεύμονα. Ήταν ένας άντρας στα 50, πολύ επιτυχημένος επαγγελματικά. Ήταν επίσης πολύ ευκατάστατος. Είχε πάρει μια συμβουλευτική γνώμη από ένα μεγάλο νοσοκομείο του εξωτερικού, όπου του είπαν ότι είχε την επιλογή μεν να κάνει κάποια χημειοθεραπεία, αλλά ίσως και να μην είχε νόημα, καθώς του έδιναν έξι μήνες ζωής. Και ήρθε αποφασισμένος να πεθάνει, να μην κάνει τίποτε. Παρόλα αυτά έκανε μια-δυο θεραπείες, δεν πέτυχαν και αποφάσισε να σταματήσει κάθε ιατρική παρέμβαση. Έπιασε μια σουίτα σε μια μεγάλη ιδιωτική κλινική της Θεσσαλονίκης. Ήξερα πως ήταν χωρισμένος. Η πρώην γυναίκα του δεν είχε εμφανιστεί, εκείνος δεν μιλούσε για αυτήν, μου είχε όμως πει ότι αν τυχόν τον έπαιρνε κανείς τηλέφωνο για να ρωτήσει για την υγεία του, δεν ήθελε να πω τίποτε».
Μια ημέρα, ενώ ο γιατρός βρισκόταν μαζί του μέσα στη σουίτα της κλινικής, κοίταξε από το φινιστρίνι της πόρτας και διέκρινε από έξω μια γυναίκα. Ήταν η γυναίκα του. Την ρώτησε γιατί δεν έμπαινε, και εκείνη του εξήγησε ότι ο άντρας της τής το απαγόρευε. «Και σε εμένα όταν τον ρώτησα, είπε το ίδιο, ότι δεν την ήθελε. Δεν έμαθα ποτέ τι είχε συμβεί μεταξύ τους. Αυτό που ξέρω όμως είναι επί δύο μήνες, αυτή η γυναίκα ήταν έξω από το δωμάτιο». Κάποια στιγμή, αφηγείται ο γιατρός, όταν η δύσπνοια είχε φτάσει στο απροχώρητο, λίγο πριν το τέλος, οι δυο τους συμφιλιώθηκαν, αγκαλιαστήκανε και την άλλη μέρα εκείνος πέθανε. «Αυτό ακριβώς, ο χρόνος που περνάει κανείς επί της γης για να μπορέσει να ολοκληρώσει αυτά που ενδεχομένως έχει αφήσει ανολοκλήρωτα είναι ένα κομμάτι που πρέπει κανείς να το ξέρει πολύ καλά πριν αποφασίσει οτιδήποτε για την παθητική υποβοήθηση», μου λέει.
«Θα σας πω κι άλλη μια ιστορία», συνεχίζει. Για μια γυναίκα από ένα χωριό της Δυτικής Μακεδονίας. Ο κ. Μπουκοβίνας την παρακολουθούσε μετά από επέμβαση για αφαίρεση όγκου στο στήθος. Δώδεκα χρόνια μετά την επέμβαση, αποφάσισε να του ανοιχτεί. Και του είπε: «Γιατρέ εκείνο το σκυλί φταίει». Ο γιατρός δεν καταλάβαινε τι εννοούσε η γυναίκα. «Όταν πήγαινα ένα βράδυ στο σπίτι μου, ένα σκυλί μου επιτέθηκε και με χτύπησε στο στήθος», του απαντάει. «“Μα χάρη σε εκείνο το περιστατικό έκανες τη μελανιά, πήγες στο γιατρό, διαγνώστηκε ο καρκίνος και είσαι 12 χρόνια εν ζωή”. Έτσι της είπα ο ανόητος. Γιατί νόμιζα ότι έκανα καλό. Και δεν ξέρω τι είναι το καλό για τον άλλον τελικά. Μου λέει “Γιατρέ μου, δεν ήθελα να γίνει αυτό. Γιατί σε αυτά τα 12 χρόνια έχασα δυο παιδιά”. Πού είναι το καλό και πού είναι το κακό; Πες μου. Έκανες το καλό σαν γιατρός, αλλά ένας άνθρωπος βίωσε μια συμφορά που θα ήθελε να έχει φύγει από τη ζωή πριν συμβεί. Όμως αυτή είναι η μοίρα, η ανθρώπινη. Το να ζήσεις την καθημερινότητα με τον πόνο, τη στενοχώρια και τις λίγες χαρές».
Πριν αποχαιρετιστούμε, ρωτάω τον κ. Μπουκοβίνα ποια είναι η γνώμη του για τη σημασία που μπορεί να έχει για έναν ασθενή το άγγιγμα του γιατρού του. Πολλοί γιατροί δεν εξετάζουν πλέον τους ασθενείς. «Αλλά όταν δεν τον εξετάσεις, κάτι έχει μείνει λειψό στην επικοινωνία. Και η φροντίδα των ασθενών απαιτεί το άγγιγμα του χεριού».
*Ευχαριστούμε τον Ηλία Αθανασιάδη, διευθυντή της Ογκολογικής Κλινικής του νοσοκομείου «Μητέρα» και πρόεδρο της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου Multidisciplinary Care Discussions in Oncology.