Το φιλμ αυτό διηγείται μια μέρα από τη ζωή ενός μεσοαστικού και μεσήλικου ζευγαριού με δυο παιδιά. Αυτή Γαλλίδα ακτιβίστρια οικολόγος, αυτός Αμερικανός συγγραφέας. Η όλη ιστορία εξελίσσεται στα μέρη της Μεσσηνιακής Μάνης, που η παρουσία της στην ταινία δεν έχει τίποτα το φολκλορικό και το διακοσμητικό. Αντίθετα, κάθε φορά τα τοπία και το φως υπογραμμίζουν όσα συμβαίνουν στους ηθοποιούς. Βγάζουν μια ομορφιά συνήθως αυτοί οι χώροι που κουβαλούν πολύ ιστορία στην πλάτη τους, όταν τους διασχίζουν οι ήρωες ή τους περιβάλλουν, κινηματογραφημένοι με έναν τρόπο που υπογραμμίζει τις διακυμάνσεις της σχέσης τους.
Το θέμα της ταινίας είναι το ερωτευμένο ζευγάρι μέσα στον χρόνο ή εκείνα τα γιατί, που όταν ήμασταν μικροί, κάποιες φορές μας φαινόντουσαν ανεξήγητες οι ξαφνικές χαρές, σιωπές και τα νεύρα των γονιών μας. Πανάρχαιο πρόβλημα, που έχει απασχολήσει όλα τα ζευγάρια του κόσμου και πολλούς μελετητές και καλλιτέχνες. Άλλοι ανοίγουν μονοπάτια και διασώζουν τη σχέση τους κι άλλοι τρώνε τα μούτρα τους και πάνε γι’ άλλα. Τι παραπάνω μας λέει η ταινία, από ό,τι οι εμπειρίες μας και η παγκόσμια γραμματεία μάς έχουν προσκομίσει; Τίποτα. Απλά, ό,τι αφηγείται, το λέει καθαρά, με λόγια εύστοχα, με δύναμη συμπύκνωσης και με ερμηνείες έξοχες. Λόγια, κινήσεις, βλέμματα, στάση σωμάτων έχουν ένα αρμονικό δέσιμο που διαμορφώνεται από τα απολύτως απαραίτητα. Ό,τι διαδραματίζεται στην οθόνη γίνεται με έναν τέτοιο φυσικό κι απλό τρόπο που πετυχαίνει όλα τα πρόσωπα να τα νοιώθουμε κοντά μας, δίχως όμως να ταυτιζόμαστε μαζί τους. Κι αυτό δεν οφείλεται τόσο στα μεσαία και κοντινά πλάνα και στις εξαιρετικές εναλλαγές του ρυθμού, αλλά στο ότι άλλοτε τα συναισθήματα που πηγάζουν από τα μη μιλημένα προβλήματα – οικουμενικά κατά κάποιον τρόπο - βγαίνουν ατόφια κι άλλοτε η ανάγκη της συζήτησης τα εξαναγκάζει να πλάθονται από το μυαλό πριν εκστομιστούν.
Κυρίαρχο στοιχείο του έργου, που του δίνει μία υπόγεια ένταση, μου φάνηκε ο χρόνος. Ο χρόνος της κινηματογραφικής ημέρας που πιέζει, ο χρόνος που πέρασε ανεπίστρεπτα, ο χρόνος που θα ακολουθήσει και μοιάζει βουνό. Ο ατελείωτος αυτός χρόνος που μοιάζει απελπιστικά λίγος στην καθημερινότητα, αλλά που οι επίμονες προσπάθειές όλων όσων δεν παραδίνονται στη μοίρα και τις συνήθειες είναι που του δίνουν ένα νόημα, πέρα από τη φθορά που αυτός προκαλεί. Οι σχέσεις που βιώνουν τον χρόνο τους, που οι επιθυμίες τους είναι πηγαίες παρόλα τα εμπόδια, είναι αυτές που γλυκαίνουν το φως ανάμεσά τους ακόμα κι όταν είναι λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Πρόκειται για ζωές που έχεις συναντήσει εδώ κι εκεί, που ίσως τις έχεις ονειρευτεί ή έχεις κι εσύ ζήσει μ’ έναν τρόπο το ποιόν τους. Ζωές που σου μεταδίδουν μία αίσθηση ότι τελικά κάτι ολοκληρώνεται ανάμεσα στο ζευγάρι που αξίζει τον κόπο, όσο εύθραυστο κι αν είναι αυτό, κι ας πήγαν πολλά πράγματα χαμένα κι ας περίσσεψε ο πόνος.
Κι αυτό που πήρα μαζί μου, αυτό που μου σφηνώθηκε, ως διακριτικό μήνυμα ας πούμε, είναι η δύναμη του λόγου. Του λόγου εκείνου που διατρέχει όλη την ύπαρξη, την αφουγκράζεται και συνομιλεί μαζί της, πριν βγει στον αέρα. Αυτός ο λόγος είναι ικανός να επηρεάσει τα πράγματα, όσο άσχημα κι αν είναι. Είναι ο λόγος, που έχοντας περάσει από τις αυλές της αυτογνωσίας και τις κατακόμβες του ασυνείδητου, βγαίνει με το φως της ειλικρίνειας κι όταν είναι εγωιστικός κι όταν είναι χυδαίος κι όταν είναι σοφός κι όταν εκπέμπει την ποίηση της αγάπης. Ο λόγος λοιπόν, είτε επεξεργασμένος είτε αυτοσχέδιος, που είναι παρών για να ειπωθεί η αλήθεια και το ψέμα που εξαγριώνουν, για να φτερουγίσει η φαντασία, για να στηθεί η παγίδα, για να παιχτεί το παιχνίδι, να πληγώσει η ειρωνεία, για να εκδηλωθεί η τρέλα. Ναι, είναι εκεί παρών και για όταν θέλεις να νικήσεις τον άλλον, αλλά και όταν θέλεις, λατρεύοντάς τον, να του γιατρέψεις τις πληγές. Το τέλος, κι ας είναι αβέβαιο το μέλλον της σχέσης, μοιάζει να έχει κάτι από την κάθαρση της αρχαίας τραγωδίας, μόνο που εδώ, σ’ αυτήν τη σύγχρονη μάχη των φύλων και των ρόλων τους, των νοοτροπιών και των διαφορετικών χαρακτήρων και απόψεων, δεν παρενέβη κανένας θεός. Οι πρωταγωνιστές μονάχοι τους το πάλεψαν και, γι’ αυτό, το περίπου ανοιχτό αποτέλεσμα νομίζω πως προκαλεί κάτι σαν λύτρωση και σ’ αυτούς και στον θεατή.
Κάθε εννιά χρόνια ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ γύριζε μία ταινία με πρωταγωνιστές τους Ίθαν Χοκ ( Τζέσι) και Ζιλί Ντελπί ( Σελίν). Η πρώτη είχε τον τίτλο «Πριν το ξημέρωμα» (1995) και αφηγείτο τη συνάντηση δύο ρομαντικών φοιτητών στη νυχτερινή Βιέννη. Η δεύτερη ήταν το «Πριν το ηλιοβασίλεμα» (2004), όπου οι δύο φοιτητές εννιά χρόνια αργότερα συναντιούνται για μισή μέρα στο Παρίσι. Και η τρίτη είναι το «Πριν τα μεσάνυχτα», όπου διηγείται ένα 24ωρο από τη ζωή του ζευγαριού στη Μάνη. Στο σενάριο που έγραψε ο σκηνοθέτης, συνεργάστηκαν και οι δύο πρωταγωνιστές. Στη ταινία πήραν μέρος και πολλοί Έλληνες στα διάφορα στάδια της ταινίας. Π.χ ηθοποιοί που παίζουν είναι η Ξένια Καλογεροπούλου, η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, ο Πάνος Κορώνης και ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ενώ διευθυντής της υπέροχης φωτογραφίας είναι ο Χρήστος Βουδούρης. Αυτό συνέβη όχι μόνο γιατί η ταινία γυρίστηκε στην Ελλάδα, αλλά και διότι ένας από τους παραγωγούς της ταινίας είναι ο Έλληνας Χρήστος Κωνσταντακόπουλος. Όσο για το σπίτι που «παίζει» στην ταινία και έχει ένα χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό στυλ, είναι το καταφύγιο του Patrick Leigh Fermor, του σπουδαίου συγγραφέα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας που έζησε πάρα πολλά χρόνια στη Μεσσηνία. Τα γυρίσματα της ταινίας ολοκληρώθηκαν σε 15 μέρες.