ειδικά όταν ταιριάζει με το ταπεραμέντο σου, αποφασίζεις ότι είναι τραγούδι από μόνο του, χωρίς καμία προσθήκη μουσικής, πέρα απ’την μουσικότητα που έχει ο ίδιος ο λόγος και ο ρυθμός που του δίνεις μέσα στο κεφάλι σου.
Ο στίχος πάντως είναι αυτός που θ’αναδείξει τη θεατρικότητα του τραγουδιού, που θα σε κάνει να γελάσεις, να κλάψεις,να συγκινηθείς, να ερωτευτείς, να ταυτιστείς,να το νιώσεις. Δεν μπαίνω στο τριπάκι “μουσική ή στίχος”, γιατί σε αντίστοιχες περιπτώσεις - Χατζιδάκις ή Θεοδωράκης , Μπιτλς ή Ρόουλινγκ Στόουνς, Καζαντζίδης ή Μπιθικώτσης θέατρο ή κινηματογράφος-έμενα φανατικά στο ένα και έχανα το άλλο.
Φλυαρώ και θα ξεφύγω από το θέμα μου, που δεν είναι άλλο από μία καταγραφή εμπνευσμένων στίχων με ομοιοκαταληξίες που ξαφνιάζουν.
Πάμε.
Κάποια μέθεξη με το θείο είχε το μυαλό του Αλέκου Σακελλάριου, όταν στριφογύριζε μέχρι να βρεί την ρίμα απεριτίφ της/τσίφτης.
«Ένα βράδυ στην Καστέλλα
σε μια όμορφη κοπέλα
που’παιρνε τ’απεριτίφ της
ρίχτηκ’ ένας τσίφτης
απ’την Κοκκινιά.»
Στην μετέπειτα συνεργασία του γι’αυτό το τραγούδι συναντήθηκε επί γης με άλλα δύο θεία πλάσματα (Χατζηδάκις, Αυλωνίτης) κι έδεσε το γλυκό για να μείνει το άσμα επίκαιρο και διαχρονικό μέχρι σήμερα.
Όχι πως δεν του το είχα, αλλά όταν ο Φάνης Αναβάλογλου μαλώνοντας με το φεγγάρι, σκάρωσε τη ρίμα γιασεμί/μη για να την τραγουδήσει, έπαθα την πλάκα μου!
«Τα’χω με το χελιδόνι
και το γιασεμί
που δε μου’πανε ματώνει
η αγάπη, μή.»
Όταν δε σκαρφίστηκε το:
«Όσα κι αν άνοιξα πανιά
δεν βγήκα απ΄το λιμάνι
αχ να’μουνα χρονώ εννιά
να τριγυρνώ στην Κοκκινιά.
μικρός θεός κι αλάνι.»
Ήρθε και με ξέκανε!
Είναι κάποιες ρίμες λοιπόν, που μόνο εξαιρετικά ταλαντούχα πλάσματα, μπορούν να τις ταιριάξουν, μ’ εντυπωσιακά αποτελέσματα. Ομοιοκαταληξίες με κυρίαρχο στοιχείο την πρωτοτυπία, το ασυνήθιστο και την έκπληξη, που σ’αφήνουν άναυδο.
«Κι είχε μέσα στη ματιά
ένα σκούρο θάμπος
ένα σκούρο ….σάμπως
να’πεφτε η νυχτιά.»
Γράφει (εγώ θα έλεγα τραγουδάει) ο Λευτέρης Παπαδόπουλος σε μια ξεχωριστή ομοιοκαταληξία, που την ξεχώρισα, μέσα απ’τα πολλά τραγούδια του. Τόσο εντυπωσιακή που αφήνει σε δεύτερη μοίρα το επίσης δικό του:
«Πήρα σύννεφο δυό τόπια
για να φτιάξω ρούχα
φόρεσα και δίσολο σεβρό
βρήκα κοκκινέλι το’πια
και στο κέφι που’χα
είπα να κινήσω να σε βρω.»
Και λίγο παρακάτω με αποφασιστικότητα:
«Βαλ΄τα ρούχα μου στο ράφι
κρέμασ’την τραγιάσκα
κι έλα ν’αγαπήσουμε ξανά
έψαχνα να βρω χρυσάφι
χρόνια στην Αλάσκα
κι είναι το χρυσάφι εδωνά.»
Λίγο ακόμη και θα έβαζα όλο το τραγούδι, επειδή δεν ήξερα τι να πρωτοδιαλέξω!
Συμπτωματικά και τα δύο από τον «ΔΡΟΜΟ», που δυστυχώς περιέχει και το «Άγαλμα!»
Άσε τι γίνεται όταν παίζουν τα μπαγλαμαδάκια:
«Άκου πως κλαίει ο μπαγλαμάς
κλαίει κορίτσι μου για μας
δάκρυ τα τέλια στάζουνε
οι δρόμοι μας αλλάζουνε.»
Και ανεβαίνοντας προς την Θεσσαλονίκη:
«Αχ ο μπαγλαμάς
μια τσίγκινη φωνή γεμάτη πόνο
κι εγώ που σ’αγαπώ με το βοριά μαλώνω
σ’ένα σοκάκι του Ντεπώ.»
Ο Κώστας Βίρβος είναι κατηγορηματικός:
«Αν πάρεις άλλη να΄χει χούι
ό,τι της λένε να τ’ακούει
και να τα βλέπει όλα γύρω
σε βλέπω Αντώνη’μ, ζωντοχήρο.»
Κι όταν αρχίζει να προσεύχεται για την λευτεριά:
«Και νάνι του στην αγκαλιά
νανούριζες τον γυιό
να δω αφέντη τον Ραγιά
και με δικό του βιό»
ο Θεσσαλικός κύκλος αλλάζει ταχύτητα.
«Στο δρόμο για το φέγγον όρος
εθελουσίως ασκητές
έτσι γαμεί η Λεωφόρος
έτσι αγαπάνε οι ποιητές»
δημιουργεί και τραγουδάει ο δικός μου, Ορφέας Περίδης.
Η Λίνα Νικολακοπούλου δεν υπάρχει. Χτυπάς μπιέλα και πας για συνεργείο:
«Λες και τρώμε τον χειμώνα παγωτό
λες και πέφτουμε σε τοίχους μ’εκατό.»
Για να δούμε τι άλλο έχει να μας ξεφουρνίσει:
«Αχ μωράκι μου για σένα εγώ θα πέσω
καμιά ώρα στο φλυτζάνι του εσπρέσσο.»
Κάτι ακόμη που το έχω γράψει και στο πρωτόλειό μου αλλά λίγο πιο πλήρες:
«Κάθε βράδυ που θα φεύγεις σαν τον ξένο
μόνο η Νίνου σ’ενα δίσκο χαραγμένο
θα φωνάζει και θα κλαίει για την Σεράχ
μόνο αυτή για μένα, αχ!»
«Κοίτα να ντύνεσαι καλά
κι έρχεται κρύο
ξέρεις δεν είπα πουθενά
για μας τους δύο»
γλυκοψιθυρίζει ο Κυριάκος Ντούμος
Ακούστε την αγωνία του Τάσου Σεμερτζή στον Νίκο Ξυδάκη,για την απόσυρση του τσιγάρου σπέσιαλ Ελλάς:
«Ξαφνικά κακό μαντάτο
ήρθε από τον Παπαστράτο
κοίτα τώρα τι μπελάς
με το special Hellas.»
Ξανά στον Νίκο Ξυδάκη αλλά αυτή τη φορά ο Μιχάλης Γκανάς (γαμώ την ατυχία του) εξομολογείται:
«Δεν είχα όρεξη που λές
να μάθουν όλες οι φυλές
πως ήμουν λυπημένος
βρήκα στο μπαρ ένα ρωμηό
είπα να ξομολογηθώ
μα ήτανε πιωμένος.»
Φανταστείτε το σκηνικό……
Ακόμα παραμιλάει, από εκεί ψηλά, ο μεγάλος Μανώλης Ρασούλης:
«Μεροκάματο δεν θέλω
ούτε και για χαρτζηλίκι
από περιέργεια υπάρχω
κι από καραγκιοζλίκι.»
Να το αποτέλεσμα όταν σαλτάρουν οι άκτιβ μέμπερ:
«Την αλήθεια αν του πω
θα του το βγάλω από τη μύτη
αυτός νομίζει ότι ο Ζορό
είναι φίλος του Σημίτη.»
Ξαφνικά παίρνει τηλέφωνο ο εθνικός μας ποιητής Διονύσης Σαββόπουλος και κλείνει τραπέζι:
«Κάρολο οι φίλοι του ας τον πούν
εγώ τον λέω κύριε Κουν.»
Εδώ κάνει αχταρμά τους εργάτες με τους ερωτευμένους:
«Εργάτες θυμωμένοι κρατούν το εργοστάσιο
και οι ερωτευμένοι ζητούν το πολλαπλάσιο.»
Και πάμε όλοι μαζί κι αυτοί κι εμείς στο διάολο:
«Και στου σκοτωμένου το σφυγμό, στο φλας του ασθενοφόρου
καθρεφτίζει κάτι απ’την ηχώ του Θεού στο βυθό του Εωσφόρου.»
Σιγά κυρία μου! Έρχεται ο Μάνος Ελευθερίου, ένας από τους πιο ψαγμένους, στιχουργούς, τόσο ψαγμένος που μέχρι και τον τίτλο μας δάνεισε:
«Τι ζήλεψες,τι τα’θελες τα ένδοξα Παρίσια
έτσι κι αλλιώς ο κόσμος μας παντού είναι τεκές
διεκδικούσες θαύματα που δίνουν τα χασίσια
και παραισθήσεις όσων ζούν μέσα στις φυλακές.»
Όταν η έμπνευση συνδυάζεται με το ταλέντο το τραγούδι μπορεί να γίνει και ζωγραφικός πίνακας:
«Χρόνια πολλά απ’το 20, είναι η λιθογραφία
σερβίρονται τα παγωτά,καφέδες αχνιστοί.
παραθαλάσσιος καφενές σε κάποια επαρχία
εκεί που ζούνε οι άνθρωποι μόνο γονατιστοί.»
Νίκος Γκάτσος. Ο βασιλιάς της ρίμας , ο μετρ του είδους, ο ποιητής της Αμοργού, του μοναδικού ποιητικού έργου που έχει γράψει και που αν δεν το έχετε διαβάσει , δεν τρέχει και τίποτα γιατί , όλα τ’άλλα κύριε Νίκο είναι εδώ.
Θαυμάστε:
«Ήμουν μικρούλα κι άπραγη
και δροσερή κι ωραία
πως το’παθα μανούλα μου
κι αγάπησα εκδορέα.»
.
Εκπλαγείτε:
«Βαπτιστή μου κι άγιε κλήδονα
βάλε μέλι στ’αγριοκύδωνα.»
Απολαύστε:
«Σ’ευχαριστώ σ’ευχαριστώ
ήσουν παιδί σαν το Χριστό.»
Ταξιδέψτε:
«Φύσα αεράκι φύσα με
μη χαμηλώνεις ίσαμε…»
Ερωτευτείτε:
«Τ’άλογο τ’άλογο Ομέρ Βρυώνη
δες το κορίτσι μου πόσο κρυώνει
έλα ν’ανέβουμε απόψε στ’άστρα
για να της φέρουμε χρυσή θερμάστρα.»
Νοσταλγήστε:
«Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.»
Σταματάω με βαριά καρδιά, ίσως αργότερα να τα ξαναπούμε.Ξεκίνησα να γράψω 2-3 πράγματα και πνίγηκα σε μια θάλασσα τραγούδια και δεν λέω να τελειώσω. Λέω να σας πετάξω το μπαλάκι. Αφήστε λοιπόν το μυαλό σας να σαλπάρει και προσθέστε, αφαιρέστε, πολλαπλασιάστε ό,τι σας εντυπωσίασε, σας ξάφνιασε, σας έκανε κλικ. Ό,τι μάζεψα εδωνά, είναι μόνο ένα μικρό ψήγμα από τον τεράστιο πλούτο του Ελληνικού τραγουδιού. Μόνο την έμπνευση αφήστε την απείραχτη και αυτή θα σας το ανταποδώσει πολλαπλάσια, φανταστείτε ότι ένας τύπος φλάσαρε και έγραψε και μετά έλεγε στην παρέα του ότι είναι ποιητής:
«Μείνε μαζί μου έγγυος
είμαι πολύ φερέγγυος.»
Που από μόνη της είναι μια τυχερή ρίμα μόνο που το όλο concept προκαλεί μία σιχαμερή αηδία. Και όμως έγινε τραγούδι. Ήμαρτον!
Μια μάνα που΄χε ένα γιό, μα ήταν λωλοπαρμένη
δεν είχε την υπομονή για να το αναθρέψει
και στην ποδιά της το΄βαλε, πάει να το ρεματίσει
Στο δρόμο που επήγαινε, στη στράτα που πηγαίνει
μια πέρδικα την απαντά, μια πέρδικα της λέει:
«Μωρή σκύλα, μωρή άνομη, μωρή μαριολεμένη,
εγώ’χω δεκαοχτώ πουλιά, πάσχω να τ’αναθρέψω
και συ έκανες χρυσόν υιό, πας να τον ρεματίσεις;»
Και στην ποδιά της το’βαλε, στο σπίτι της πηγαίνει.
Το έβαλε στην κούνια του, το τραγουδεί και λέει:
«Γιέ μου σα γίνεις κυνηγός, σα γίνεις παλικάρι
σαν ανταμώσεις πέρδικα, να μη την εσκοτώσεις
η πέρδικα είναι η μάνα σου και’γω η μητριά σου.
Δηλαδή αυτό δεν ήταν τραγούδι πριν του βάλει μουσική ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου;
Σχόλια
Μια μικρούλα πρόχειρη αναφορά και στα ρεμπέτικα, που είναι κι αυτά πολλά και όμορφα, όπως,
Αφότου εγεννήθηκα
φωτιά με τριγυρίζει
αν μ' έκαιγε θα γλίτωνα
μ' αυτή με βασανίζει
του Βαμβακάρη,
ή
Δεν τη φοβάμαι τη στενή, το ξύλο, την κουμπούρα, βρε
εκείνο που φοβήθηκα είν' η κομαντατούρα
του Γενίτσαρη
και πάλι του Γενίτσαρη
το
Θάρθω νύχτα τοίχο τοίχο
και για σύνθημα θα βήχω
ή εκείνο το
Αν μʼ αξιώσει ο Θεός λεφτά και αποκτήσω
θα χτίσω ένα μέγαρο τους πλούσιους να ελκύσω
θα `ρχόντουσαν πελάτες μου κορίτσια να `χουν τρέλες
κι ο Βίλι Φριτς θα σκάρωνε αφράτους αργιλέδες
του Βαμβακάρη
και άλλα πολλά
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.