Κυριακή, 27 Οκτωβρίου 2013 02:56

Αιτίες αποβιομηχάνισης της χώρας μας

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(2 ψήφοι)

Το πρόβλημα της αποβιομηχάνισης της χώρας έχει ιστορικές και οικονομικές αφετηρίεςΗ συγκριτική ανάλυση με άλλες οικονομίες σε ιστορικό και οικονομικό  επίπεδο βοηθά στην κατανόηση του Ελληνικού προβλήματος.

 

Η υπερμεγένθυση των εθνικών οικονομιών και η αναζήτηση νέων αγορών και ενεργειακών πόρων προκάλεσε τους δύο παγκοσμίους πολέμους στόν εικοστό αιώνα με καταστρεπτικά αποτελέσματα στις οικονομίες των χωρών της Ευρώπης.

Μετά τον πόλεμο αναπτύχθηκε ο προβληματισμός από τις κυρίαρχες πολιτικές και οικονομικές ελίτ, λόγω της καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων από τον πόλεμο και κυρίως λόγω του κινδύνου εξ ανατολών (υπαρκτός σοσιαλισμός) πως θα πρέπει να διαμορφωθούν συνθήκες μεταξύ των χωρών που να αποτρέπουν την διαδικασία αντιθέσεων. Ο τρόπος αποφυγής αυτών των οικονομκών αντιθέσεων ήταν η δημιουργία διακρατικών συνεργασιών και οικονομικών ενώσεων.

Η πρώτη επιτυχημένη απόπειρα κοινής οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής επετεύχθη στις 14 Μαρτίου 1947 μεταξύ των χωρών Βελγίου-Ολλανδίας-Λουξεμβούργου (benelux) με την τελωνειακή ένωση και την κατάργηση των δασμών με προοπτική την πλήρη ενοποίηση.

Η δεύτερη συμφωνία είναι η ίδρυση της Ευρωπαικής κοινότητας άνθρακα και χάλυβα (ΕΚΑΧ) το 1952 μεταξύ των χωρών Γαλλίας-Γερμανίας-Ιταλίας-Βελγίου-Ολλανδίας και Λουξεμβούργου.

Οι συμφωνίες αυτές ήταν προάγγελος της συμφώνιας της Ρώμης το 1957 με την ίδρυση της ΕΟΚ (Ευρωπαική Οικονομική Κοινότητα). Η συμφωνία προέβλεπε την ελεύθερη διακίνηση αγαθών και υπερεσιών, την τελωνιακή σύνδεση και την κατάργηση των δασμών.

Το 1962 η Ελλαδα έκανε αίτηση σύνδεσης με την ΕΟΚ με περίοδο προετοιμασίας πέντε ετών, αλλά μεσολάβησε η δικτατορία και εγκαταλείφθηκε η διαδικασία λόγω της θεσμικής εκτροπής κάτι που ήταν αντίθετο στις θεμελιακές αξίες συγκρότησης του καταστατικού χάρτη της ένωσης. Η ένταξη της Ελλάδος στην ΕΟΚ έγινε το 1980.

Η Ελλάδα μακριά από το Ευρωπαϊκό κεκτημένο μετά το 1950 άρχισε την ανασυγκρότησή της με τον εξηλεκτρισμό, την οδοποιία και την ανάπτυξη εν γένει των υποδομών.

Ένας από τους μοχλούς ανάπτυξης ήταν το σχέδιο Μάρσαλ (οικονομικη και τεχνική βοήθεια από Η.Π.Α, 1948- 1951), με στόχο την ανάκαμψη του παραγωγικού ιστού. Όμως το μεγαλύτερο μέρος της βοήθειας (366εκ.δολάρια) καταληστεύθηκε από μια κάστα οικογενειών, που αποτέλεσε την ραχοκοκαλιά της μετέπειτα οικονομικής ελίτ.

Η σύνδεση των επιχειρηματιών βιομηχάνων με την πολιτική ηγεσία, καθόριζε την πολιτική. Οι ρόλοι δεν ήταν ξεχωριστοί, διοτι υπήρχαν βιομήχανοι που ήταν και πολιτικοί. Ως συνέπεια η πολιτική ηγεσία, έστησε σχέσεις απόλυτης εξάρτησης με τα συμφέροντα της οικονομικής ελίτ.

Από το 1950 έως το 1980 οι οικονομικές ελίτ διαμόρφωσαν μια κλειστή οικονομία με δασμούς και νομισματικές ισοτιμίες που διευκόλυναν την κερδοφορία των επιχειρήσεων, έχοντας μονοπωλιακή σχέση με την εσωτερική αγορά της χωρας.

Όλες οι ξένες εταιρίες που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα με ειδικούς νόμους και ευνοϊκές προϋποθέσεις,  στον εξορυκτικό τομέα ή  στον τομέα των επικοινωνιών (βλ.αλουμίνιο, ΑΒΜ), είχαν μεγάλη κεφαλαιακή βάση και υψηλή τεχνογνωσία, συνέβαλαν στον εκσυγχρονισμό και στην ανάπτυξη της οικονομίας.

Η έλλειψη κεφαλαιακής βάσης και τεχνογνωσίας δεν βοηθούσε στην ανάπτυξη της ελληνικής βαριάς βιομηχανίας και στην ώθηση των άλλων τομέων επεξεργασίας της πρώτης ύλης, με συνέπεια να εισάγονται οι επεξεργασμένες πρώτες ύλες, αυτό όμως καθόρισε και τον μεταποιητικό χαραχτήρα της βιομηχανικής παραγωγής.

Η επιβάρυνση με δασμούς στίς τιμές στα εισαγόμενα έτοιμα προϊόντα ,καθιστούσαν να μην είναι ανταγωνιστικά έναντι των αντίστοιχων Ελληνικών προιόντων, κάτι που διευκόλυνε την κερδοφορία των Ελληνικών επιχειρήσεων.Το αποτέλεσμα ήταν η σίγουρη και ασφαλής κερδοφορία των Ελληνικών επιχειρήσεων. Η έλλειψη ανταγωνισμού συνέβαλε οι βιομήχανοι να μην παρακολουθούν τις εξελίξεις σε επίπεδο τεχνολογίας, μορφών οργάνωσης και διοίκησης των επιχειρήσεων των άλλων χωρών.

Η μετατόπιση της βιομηχανίας από τον Πειραιά μετά το 1960, λόγω της ανάπτυξης του οδικού δικτύου προς βόρεια (Θηβών και Κηφισό) και ανατολικά επί της οδού Πειραιώς (Μοσχάτο- Καλλιθέα-Ταύρος) βελτίωσε την εικόνα της βιομηχανίας αλλά χωρίς αλλαγές επί της ουσίας.

Η προσπάθεια μεταφοράς της βιομηχανίας μετά το 1970 για περιβαλλοντικούς λόγους εκτός Αττικής, με φορολογικά και δασμολογικά κίνητρα δεν αποτέλεσε κίνητρο εκσυγχρονισμού της βιομηχανίας. Οι βιομήχανοι χρησιμοποιούσαν τα κίνητρα για αύξηση της κερδοφορίας τους και για την άντληση κεφαλαίων από τις τράπεζες με χαμηλά επιτόκια και ευνοϊκούς όρους.

Το ελληνικό νόμισμα για όλη την περίοδο (1950-1980) δεν εισήλθε στον μηχανισμό των νομισματικών ισοτιμιών, διατηρωντας υποτιμημένη και σταθερή την σχέση δραχμής-δολαρίου. Αυτή η νομισματική σχέση διευκόλυνε τις ελληνικές εξαγωγές να είναι ανταγωνιστικές, με μεγάλα όμως προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών. Το γεγονός αυτό δημιουργούσε συναλλαγματικά και δημοσιονομικά ελλείμματα, τα οποία καλύπτονταν από τους άδηλους πόρους(ναυτιλιακό-μεταναστευτικό-τουριστικό συνάλλαγμα) και με την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος.

Οι Έλληνες βιομήχανοι δεν είχαν λόγο να εκσυγχρονίζουν τα μέσα παραγωγής κατά συνέπεια να μην αλλάζουν τις τεχνολογικές, οργανωτικές και διοικητικές δομές της επιχείρησης. Ένας επιπρόσθετος λόγος ήταν η μετοχική σύνθεση των επιχειρήσεων , (κυρίως οικογενειακές) εμπόδιζαν την εισροή ξένων κεφαλαίων.

Οι χώρες της δυτικής Ευρώπης ακολουθούσαν έναν διαφορετικό δρόμο. Ήταν ανοικτές στον ανταγωνισμό και μέσα στον μηχανισμό των νομισματικών ισοτιμιών, με κατεύθυνση την μεγέθυνση και ανανέωση των μέσων παραγωγής για να αντέχουν στον διεθνή ανταγωνισμό.

Ο παραγωγικός ιστός της Ευρώπης (μέσα παραγωγής, τεχνολογία, δομές διοίκησης) άλλαζε κάθε 5 χρόνια μετέχοντας παράλληλα στον διεθνή ανταγωνισμό, ενώ οι ελληνικές επιχειρήσεις άλλαζαν τα μέσα παραγωγής κάθε 15 χρόνια

Παράδειγμα: ένα πλυντήριο Miele με υψηλό τεχνολογικό εξοπλισμό είχε χαμηλό κόστος παραγωγής έναντι του ελληνικού αντίστοιχου προϊόντος της Πίτσος ή Ιζόλα, αλλά με τους εισαγωγικούς δασμούς το ελληνικό αντίστοιχο ήταν πιο φθηνό στην αγορά. Το ίδιο συνέβαινε σε όλα τα εισαγόμενα έτοιμα προιόντα.

Αυτή η προστατευτική διαδικασία των Ελλήνων παραγωγών μοιραία θα είχε ένα τέλος, γιατί η διαφορά κόστους-τιμής δεν μπορούσε να συνεχισθεί σε συνθήκες απελευθέρωσης των αγορών. Η Ελλάδα είχε χάσει το τραίνο του εκσυχρονισμού, σε σχέση με τις άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης.

 Το 1980,με την ενταξή της Ελλάδος στην ΕΟΚ επεβλήθη η κατάργηση των δασμών. Στην ελληνική βιομηχανική παραγωγή φάνηκε το πρόβλημα της έλλειψης ανταγωνισμού στις τιμές και στην ποιότητα ,έναντι των ξένων εισαγόμενων προϊόντων.

Οι βιομηχανίες μετά το 1980 έκλειναν η μία μετά την άλλη και παράλληλα εμφανίσθηκε το φαινόμενο να έχουμε πλούσιους βιομηχάνους και χρεωκοπημένες επιχειρήσεις. Το 1981 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, κρατικοποίησε τις μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις για να αποφύγει το κύμα ανέργων. Την κρίση την αντιμετώπισε με δανεικά και αντί να περιορίσει το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων με στόχο τον εκσυγχρονισμό τους, αντιθέτως τις μετέβαλε ως όχημα πολιτικών σκοπιμοτήτων δίνοντας παροχές αυξημένες στούς εργαζόμενους για να τους κρατήσει όμηρους ψηφοθηρικά και να τους μετατρέψει σε στρατό ιδεολογικής προπαγάνδας.

Με την κρατικοποίηση απάλλαξε τους βιομήχανους από κάθε χρέος στις τράπεζες (κρατικές)  λόγω πτώχευσης και δεν φορολόγησε τον πλούτο που απεκόμισαν οι βιομήχανοι όλη αυτήν την περίοδο.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετώπισε την έλλειψη ανταγωνιστικότας των Ελληνικών προϊόντων  με ποσοστώσεις στα βιομηχανικά προϊόντα, δίνοντας την χρονική δυνατότητα προσαρμογής και απανακεφαλαιοποίησης των επιχειρήσεων απο τους βιομήχανους με κατεύθυνση τον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων. Όμως οι Έλληνες βιομήχανοι μαθημένοι στο εύκολο κέρδος δεν είχαν διάθεση στο νέο επιχειρείν και εγκατέλειψαν τα εργοστάσια ως κουφάρια να πληγώνουν την χώρα.

Στους περισότερους ανθρώπους έχει μείνει η εντύπωση ότι οι ποσοστώσεις και οι περιοριστικές ντιρεκτίβες από την Ευρωπαϊκή Ένωση διέλυσαν την Έλληνική βιομηχανία. Οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ για να απενοχοποιηθούν από τις πολιτικές και οικονομικές πρακτικές τους όλης της προηγούμενης περιόδου άφησαν να επικρατήσει αυτή η αντίληψη.

 

Η αριστερά θύμα των αντιιμπεριαλιστικών και αντιευρωπαϊκών της αντανακλαστικών εκείνης της περιόδου, αρκέστηκε στην ερμηνεία ότι οι ποσοστώσεις και οι ντιρεκτίβες της ΕΟΚ δημιούργησαν τις συνθήκες αποβιομηχάνισης της χώρας.

Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 29 Δεκεμβρίου 2013 10:55

Σχόλια   

0 # Αγγελική Φωτοπούλου 29-10-2013 10:19
Πολύ ενδιαφέρουσα η ανάλυση του Δημήτρη για την ανυπαρξία της ελληνικής βιομηχανίας και τις αιτές που την προκάλεσαν. Αυτό που θα πρόσθετα ήταν ότι το ελληνικό πολιτικό προσωπικό αφενός ότι "κακό" δηλ "διαρθρωτικό" ζητούσε η ΕΕ δεν το εφάρμοζε με διάφορες δικαιολογίες, αφετέρου, όταν αναγκαζόταν να το εφαρμόσει, γιατί είχε φτάσει ο κόμπος στο χτένι, το ριχνε στην ΕΕ, αν υπήρχε κάποια αντίδραση. Ποτέ δεν πήρε πρωτοβουλίες για την μετατροπή του παραγωγικού μοντέλου, αφής στιγμής έβλεπε πού πήγαιναν τα πράγματα, και σπανίως μέχρι ποτέ πήρε στα σοβαρά και κάποιες ντιρεκτίβες της Κοινότητας για αλλαγές που τουλάχιστον όσον αφορά τα γεωργικά προιόντα θα χαν βοηθήσει ώστε να μην φτάσουμε στην (παραγωγική) ερήμωση της υπαίθρου. Ο ρόλος της Αριστεράς σε όλο αυτό το τουρλουμπούκι ήταν αρνητικά καθοριστικός (παρότι δεν είχε ευθύνες διακυβέρνησης).
Παράθεση

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση